Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ


Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα πεσμένο μπρούμυτα,  ήταν ο γέρος  που έμενε στο ρετιρέ, ένας  ψηλός με γκρίζα μαλλιά. Το πρόσωπο του ήταν στραμμένο σε μια μεριά και μπορούσες να δεις  τα μάτια του που έμοιαζαν να ψάχνουν  κάτι. Τον ήξερε το γέρο,  είχαν μιλήσει πολλές φορές και του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση που τον τελευταίο καιρό είχε αδυνατίσει τόσο πολύ,  πρέπει να είχε χάσει πάνω από τριάντα κιλά  και το πρόσωπο του είχε τραβηχτεί. Πήρε στα χέρια του τη γάτα που κοιτούσε απορημένη τον πεσμένο σα να έλεγε «κρίμα τον άνθρωπο». Καθώς έλειπαν οι δικοί του έτρεξε αμέσως  να φωνάξει τον παππού του,  εκείνος  κατέβηκε γρήγορα, έσκυψε προσεκτικά, έβαλε το δάχτυλο στο λαιμό του πεσμένου κι έκανε μια κίνηση  σα να έλεγε «πάει αυτός».   Κάλεσαν την αστυνομία και σε λίγο ήρθαν  κάτι τύποι με στολές  και γάντια,  πήραν το σώμα του ανθρώπου και το απέθεσαν σ’ ένα  ασθενοφόρο που περίμενε έξω.  Ο παππούς του έπρεπε  να φύγει κι εκείνος  απόμεινε μόνος του  με  το γατί  να σκεφτεί αυτό που είχε συμβεί, η όψη του νεκρού  τον είχε αναστατώσει, πήγε στο διαμέρισμα του κι έπιασε το κινητό. Οι δικοί του έλειπαν διακοπές,  τους είχε πει  ότι δεν θα ερχόταν μαζί τους,  προτιμούσε να μείνει μόνος στο σπίτι παρέα με τη γάτα του που της είχε μεγάλη αδυναμία,  ήταν  μια πολύ όμορφη,  κόκκινη και μαύρη  μ’ ένα τρίχωμα χνουδωτό που ξάπλωνε ανάσκελα όλη την ώρα στη μέση του δωματίου. Τις μέρες εκείνες είχε έρθει απ’  το εξωτερικό κι ο παππούς του που αγαπούσε κι όλο ήθελε να  του λέει ιστορίες , θα έμενε στο διαμέρισμα από πάνω τους μαζί με το θείο του. Ά εκείνες οι μέρες ήταν ό,τι καλύτερο, είχε όλο το σπίτι δικό του, μαγείρευε τα καλύτερα φαγητά, κυρίως κρέας και ψάρι, πάντα ήταν σαρκοφάγος, περνούσε καλά μοναχός του μέχρι που είδε εκείνον τον πεθαμένο κι αναστατώθηκε. 

Κατά το μεσημεράκι τηλεφώνησε ο πατέρας του αλλά  δεν του είπε τίποτα.  Στο μυαλό του γύριζε όλη την ώρα η σκηνή στο ασανσέρ,  είχε δει τόσα σίριαλ με τέτοιες ιστορίες όμως είναι διαφορετικό  να το βλέπεις στην πραγματικότητα, πολύ πιο ωμό, πολύ πιο άγριο .  Εδώ και καιρό άκουγε   φασαρίες από τον πάνω  όροφο,  τα παιδιά του γέρου μάλωναν  για κάτι κληρονομικά κι όταν τσακώνονταν  οι φωνές τους αντηχούσαν σε όλο το τετράγωνο,  αυτοί θα ήξεραν σίγουρα  περισσότερα.  Το βράδυ που έπεσε για ύπνο μετά τα μεσάνυχτα,  άκουγε κάτι τριξίματα από τον πάνω όροφο σαν κάποιος  να άνοιγε ντουλάπια ή συρτάρια ψάχνοντας,   άκουσε βήματα στις σκάλες κι έτρεξε στο ματάκι της πόρτας που είχε διπλοκλειδώσει βάζοντας από  πίσω και μια καρέκλα, η  γάτα που κοιμόταν στον καναπέ έτρεξε μαζί του πηδώντας με τα μαλακά ποδαράκια της, δεν μπορούσε να δει τίποτα στο διάδρομο ούτε στις σκάλες . Ευτυχώς είχε τον παππού του και δεν ανησυχούσε, αν χρειαζόταν θα πήγαινε να κοιμηθεί μαζί του,  τον θαύμαζε πάντα κι η πιο ωραία εμπειρία της ζωής του ήταν όταν πήγαν να τον συναντήσουν  σε μια χώρα του βορρά όπου  ζούσε μαζί με τ’  άλογα του που κάλπαζαν όλη την ώρα στην ανοιχτή στέπα και το βράδυ έρχονταν μόνα τους να κοιμηθούν στο στάβλο .  Είχαν ταξιδέψει με αυτοκίνητο και  πέρασαν από ένα σωρό μέρη, σταματούσαν  σε χωριά και πολιτείες για να φάνε κάτι κι ένα βράδυ κοιμήθηκαν σ’ ένα ξενοδοχείο δίπλα στο δρόμο. Όλη η διαδρομή του είχε φανεί απίθανη,  δε χόρταινε να βλέπει έξω το τοπίο, τα βουνά και τις λίμνες , ήταν ό,τι καλύτερο είχε δει στη ζωή του. Κάποια στιγμή είχαν φτάσει σε μια οροσειρά τόσο ψηλή  που έπρεπε να σηκώσει το κεφάλι του για να δει την κορυφή της,  από δω του είχε ο πατέρας του ξεκινούσε κάποτε ο δρόμος του μεταξιού που έφτανε μέχρι την Κίνα, αυτή η φράση του είχε μείνει. Όταν συνάντησαν τον παππού του εκείνος του μίλησε για  έναν φαντάρο που υπηρετούσε μαζί του στο  στρατό και  κατάγονταν από τα παράλια του Ειρηνικού,  άκου τώρα,  τον είχαν φέρει από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά να υπηρετήσει,  από το χωριό εκείνου του στρατιώτη  η Ιαπωνία δεν απείχε πολύ. Όταν επέστρεψαν από το ταξίδι κάθισε κι έψαξε οτιδήποτε υπήρχε για τις παραλίες του Ειρηνικού και για την Ιαπωνία, έψαξε οτιδήποτε υπήρχε  για κείνη τη μακρινή χώρα,  πιο πολύ διάβασε  γιαπωνέζικα κόμικς ,  στο ιντερνέτ υπήρχαν ένα σωρό τέτοια ...

Ο ύπνος του ήταν ανήσυχος, συχνά ξυπνούσε κι έτρεχε να δει στο ματάκι  αν κάποιος βρισκόταν έξω από την πόρτα του,  έπειτα ξάπλωνε ξανά και στη διάρκεια  της  νύχτας  είδε  δυο εφιάλτες στη σειρά.   Τη μια φορά δίπλα στο κρεβάτι του υπήρχε ένα μαύρος τύπος που τον κοιτούσε τυλιγμένος σε μια κουβέρτα, ξύπνησε ιδρωμένος και πήγε στην κουζίνα να πιεί λίγο νερό.  Στο δεύτερο όνειρο  κάποιος  του έχωνε ένα μαχαίρι στην πλάτη κι αυτό ήταν το πιο τρομακτικό , μοναχά κατά το πρωί είδε ότι βρισκόταν σ’  ένα μέρος σαν τσουλήθρα όπου έτρεχε νερό διάφανο  κι έπεφτε σε μια λίμνη γεμάτη φυτά υδρόβια, καταπράσινα, γυαλιστερά,  το νερό ήταν βαθύ αλλά δε φοβόταν  καθόλου, ένιωθε  πολύ ωραία. Το πρωί που ξύπνησε  ρώτησε στο τηλέφωνο τη μητέρα του για το όνειρο,  δεν της είπε τίποτα για το νεκρό κι εκείνη τον ρώτησε πως ήταν τα νερά που είδε «Αν ήταν καθαρά  είναι καλό το όνειρο…» του είπε « …αύριο γυρνάμε να προσέχεις!»,  ο νους της ήταν σ’ εκείνον,   ανησυχούσε για το παιδί της  επειδή  δεν είχε πολλούς φίλους κι ήταν λίγο μονοκόμματο.  

«Δεν πρέπει να κοιτάς ποτέ τον νεκρό στα μάτια» του είπε ο παππούς του όταν πέρασε κάποια στιγμή να τον δει, «ο πατέρας μου που είχε πολεμήσει τους γερμανούς   έλεγε ότι άμα δεις κατά πρόσωπο αυτόν που σκοτώνεις το φάντασμα του μπορεί να σε στοιχειώσει». Θυμήθηκε το μαύρο που είδε στο όνειρο του,  το βλέμμα του ήταν  ολόιδιο με αυτό του πεθαμένου που είχε δει στο ασανσέρ γι αυτό και είχε τρομάξει . Ο παππούς του δεν είχε πολεμήσει ποτέ του όμως είχε δει στη ζωή του απίστευτα πράγματα,  πολλές φορές του μιλούσε για τα άλογα του και  για τη θητεία του στις εσχατιές του κόσμου όπου κοιμόταν σ’  ένα φυλάκιο μέσα στο δάσος,  έκανε τόσο κρύο  εκεί πέρα που άκουγες κρότους κάθε βράδυ,  ήταν  τα δέντρα που έσπαγαν από την παγωνιά . Ο παππούς του   έλεγε ιστορίες από τον πατέρα του, τον προπάππο του  δηλαδή, που είχε πολεμήσει  στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέσα σε λασπωμένα χαρακώματα,  νηστικός για μέρες ενώ οι γερμανοί  πλησίαζαν στο αμπρί  του κάθε βράδυ,  εκείνη η εποχή του φαίνονταν  εντελώς  μυθική. Από τις ιστορίες του παππού του είχε αποκτήσει κι εκείνος ενδιαφέρον για τον πόλεμο και   διάβαζε οτιδήποτε σχετικό.  Μια φορά στο δρόμο τα ΜΑΤ έτρεχαν να προλάβουν κάτι μαλλιαρούς  πριν τα σπάσουν όλα,  καθόταν  στο πεζοδρόμιο και παρατηρούσε τους ψηλούς   αστυνομικούς με τις πανοπλίες τους  να παρατάσσονται τρέχοντας, κρατούσαν γκλομπς  αντί για σπαθιά και προφύλασσαν το στήθος τους με  κάτι   ασπίδες διάφανες.  «Κάπως έτσι πρέπει να ήταν οι αρχαίοι ρωμαίοι πολεμιστές στη μάχη» σκεφτόταν καθώς τους έβλεπαν να προχωρούν γρήγορα  χωρίς να χαλούν το σχηματισμό τους ενώ ο επικεφαλής  έδινε συνθήματα κοφτά για το που να πάνε και που να σταθούν.  Συχνά  κλείνονταν  στο δωμάτιο του κι έπαιζε με τις ώρες κάτι παιχνίδια ηλεκτρονικά  ανάμεσα σε στρατούς, είχε γίνει πολύ καλός και  είχε κερδίσει χιλιάδες πόντους, έπαιζε πια και με παιδιά  από άλλες χώρες. Τελείωνε  το σχολείο κι ετοιμάζονταν να πάει φαντάρος  για να δει  πώς ήταν ο πραγματικός  στρατός,   στους φίλους του έλεγε «ο πατέρας μου κι ο παππούς μου δεν είχαν κανένα πρόβλημα όταν υπηρέτησαν,   εγώ γιατί να έχω; »Προσπαθούσε  να φανταστεί πως  ήταν  εκείνος ο πόλεμος,  γιατί  πολεμούσαν  τότε οι άνθρωποι,  πως ένιωθαν , ήξερε ένα κάρο λεπτομέρειες για τα άρματα και τα αεροπλάνα  που χρησιμοποιούσαν, είχε ψάξει όλες τις λεπτομέρειες , πάντα έτσι   μονοκόμματος ήτανε,  αν ξεκινούσε  κάτι έπρεπε να το πάει μέχρι το τέρμα, να το μάθει καλά, τέλεια ,αλλιώς δεν το παρατούσε με  τίποτα…

«Τι θέλεις Κιάρα;» ρώτησε τη γάτα  που δεν σταματούσε να νιαουρίζει,  πρώτη φορά την έβλεπε  έτσι.  Της είχε  γεμίσει το μπολ με τροφή,  της είχε αλλάξει το νερό,  είχε παίξει μαζί της τόση ώρα κι όμως εκείνη δε σταματούσε να γκρινιάζει κοιτάζοντας κατά την πόρτα.  Δεν μπορούσε να καταλάβει  αλλά ήθελε να πάει στο φίλο του για να δουν μια καινούρια πολεμική ταινία στο σινεμά.  Η γάτα τυλίγονταν στα πόδια του νιαουρίζοντας μέχρι που κλείδωσε την πόρτα, δεν πήρε το ασανσέρ μόνο κατέβηκε από τις σκάλες,  το τηλέφωνο του χτύπησε και πήγε να το σηκώσει  όταν διέκρινε  με την άκρη του ματιού του  μια σκιά να κινείται  στο βάθος  της εισόδου,  γύρισε κατά κει και είδε έναν  άντρα να στέκεται μπροστά στον καθρέφτη που υπήρχε κρεμασμένος, τα δάχτυλα του λύθηκαν και  το κινητό του έπεσε από τα χέρια,  ήταν ο πεθαμένος γέρος που τον κοίταζε μέσα από τον καθρέφτη.  Μια ανατριχίλα διαπέρασε  όλο το σώμα του,  πως γινόταν να βρίσκεται εκεί αφού  την προηγούμενη τον είχε δει ξαπλωμένο νεκρό, «δεν μπορεί να είναι αλήθεια»  ψιθύρισε όμως ο γέρος ήταν εκεί και τον κοιτούσε επίμονα, «μη βλέπεις τα μάτια του!»  σκέφτηκε, «μη βλέπεις τα μάτια του!» . 

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι αν ήταν από τα άγραφα,  θυμόταν  ότι κάποτε του είχε πει  πως είχαν   ψητοπωλείο αλλά δεν  περίμενε  ποτέ ότι θα ήταν εκείνο που δούλευε,  αυτά δεν γίνονται.  Ήταν  στα χρόνια της κρίσης, τότε που έκλειναν όλα τα μαγαζιά, είδε  ότι άρχιζε  να  χάνει τη μπάλα, οι πελάτες του εξαφανίζονταν,  και το γύρισε,  άφησε  τη δουλειά που έκανε και μπήκε στο σαντουιτσάδικο, το φαγητό πουλά σ’ όλες τις εποχές, σ’  όλες τις καταστάσεις, ήταν σιγουράκι. Εκεί λοιπόν τον πέτυχε  τον παλιόφιλο, πολύ χάρηκε  που τον είδε, ήταν λίγο περίεργο το σκηνικό αλλά ο Κώστας   πάντα τον  καταλάβαινε. Μίλησαν   λιγάκι,  θυμήθηκαν την ταβέρνα  όπου συναντιούνταν κι άκουγαν το «ένα λάθος η ζωή μου, και σα λάθος θα τελειώσει, μα το ξέρω κατά βάθος, ένα λάθος  θα με σώσει»,  ή  τη φάση  τότε που είχαν   πάει να δουν   μια ταινία του Άλαν Πάρκερ, στο Φαργκάνη πρέπει να ήτανε, πολύ  τους είχε αρέσει.

Τον αγαπούσε  πολύ τον Κώστα,  τον είχε μες την καρδιά του, ήταν καλλιτεχνική φυσιογνωμία,  ένα παιδί ευγενικό, γλυκό, που έπαιζε μουσική απίστευτη, ήταν   σίγουρος ότι θα γίνονταν κάτι σπουδαίο. Ο Κώστας   άκουγε τα πάντα,  από κλασική μουσική  μέχρι συγκροτήματα του δρόμου, κι  έπαιζε πιάνο, ακορντεόν, κιθάρα,  φυσαρμόνικα, τύμπανα, μπάσο  και τα μαλλιοκέφαλα του. Αν πήγαιναν καμιά φορά βόλτα με το αμάξι άκουγε ηχογραφήσεις που έκανε κλεισμένος για ώρες  στο γκαράζ  του σπιτιού του,  «πως γίνεται να μη βαριέσαι;»  τον είχε ρωτήσει κάποτε.  Και τραγουδούσε βέβαια με μια φωνή ζεστή, δυνατή, τελείως ιδιαίτερη. Μια φορά  είχαν βρεθεί  σ’ ένα υπόγειο όπου ο Άγγελος   έκανε πρόβες με μια σκηνοθέτη θεάτρου- είχαν  μανία με το θέατρο τότε-  εντελώς  βλαμμένη. Η σκηνοθέτης είχε μαλώσει με τον Άγγελο, τον   θεωρούσε μαλακό και εύπλαστο, πάντα αυτή την εντύπωση έδινε.  Μια φορά που του μίλησε άσχημα όμως εκείνη η βλαμμένη, την είχε πάρει παραμάζωμα, ούτε κατάλαβε από πού της ήρθε, τον  κοιτούσε σα χαμένη,  δεν το περίμενε, έτσι γινόταν πάντα με  όσους δεν τον ήξεραν. Είχε  ξεκινήσει τότε να μελετά  το  πως βάζεις τον  άλλον στη θέση του, οι φίλοι  του  δούλευαν, έβγαζαν λεφτά, ετοίμαζαν οικογένειες  κι αυτός  ψαχνόταν   με συμπεριφορές και θέατρα,  καθένας έχει τις προτεραιότητες του σε τούτη τη ζωή.  Είχε διαβάσει και βιβλία του Πιντέρη  για το  πως υπερασπίζεσαι τα δικαιώματα σου, τον  ενδιέφερε  πολύ, μπορούσες να πεις ότι είχε  κάνει το μεταπτυχιακό του  πάνω σ’  αυτό. Κάποια στιγμή  στο Φωκά, εκεί  στην Τσιμισκή,  περίμενε  στο ταμείο για ν’  αγοράσει ένα πουκάμισο,  μια κοπέλα μπροστά του μάλωνε με την ταμία, επέμενε ότι της είχε δώσει ένα πεντάευρο όμως η ταμίας  ήταν σίγουρη   ότι δεν είχε πάρει τίποτα.  Κι ενώ  διαπληκτίζονταν η ουρά πίσω μεγάλωνε, είχε φτάσει μέχρι την είσοδο «τι θα γίνει κοπελιά;»  φώναξε,  «να περιμένεις τη σειρά σου!» - « να σου δώσουμε ένα πεντάευρο να τελειώνουμε!» -«σιγά ρε πλούσιε !» φώναξε εκείνη θιγμένη,  πολύ του είχε αρέσει η σκηνή. Εκεί στο Φωκά που ήταν μεγάλος και τρανός τότε, έβλεπε κάτι συμπεριφορές απίστευτες, ερχόταν όλοι οι νεόπλουτοι και μιλούσαν πολύ άσχημα στις πωλήτριες, κάτι κοπέλες ψηλές, πανέμορφες.  Τις μεταχειρίζονταν σα σκουπίδια, τις έβριζαν,  τις μάλωναν, μια συμπεριφορά ανήκουστη, του την είχε δώσει άγρια, δεν πίστευε  στα μάτια του. Υποτίθεται ότι εκείνοι οι άνθρωποι είχαν τα μέσα και τους πόρους  για να ταξιδέψουν, να καλλιεργηθούν, να μορφωθούν κι όμως  συμπεριφέρονταν σα ζώα, δεν μπορούσε   να το καταλάβει...  

Σ’ εκείνο λοιπόν το υπόγειο με τη σκηνοθέτη την κακότροπη  είχε έρθει ο Κώστας, κάθισε στο  πιάνο που είχανε εκεί πέρα κι έπαιξε το Struggle for Pleasure του Vim Mertens. Αμέσως όλοι  σταμάτησαν ό,τι έκαναν και τον κοιτούσαν σα χαζοί, «ποιος είναι ο φίλος σου;» ρώτησε  η σκηνοθέτης τον Άγγελο ενώ Ο Κώστας  αυτοσχεδίαζε χαϊδεύοντας τα πλήκτρα, αυτός ήταν ο φίλος του, ένας μικρός μάγος,  ένας μικρός θεός της μουσικής.  Πολλές φορές πήγαινε   στο σπίτι του  για να του πει ποια κασέτα ή ποιο c d να αγοράσει, από κείνον είχε μάθει τον Μάλαμα, τότε που δεν τον ήξερε κανένας,  και τους Pink Floyd, τον Rene Aubry  κι ένα σωρό άλλους.  Έκαναν  μαζί   πρόβες πάνω στο Τάβλι του Δημήτρη Κεχαΐδη, ένα πολύ ωραίο θεατρικό με δράση πολύ γρήγορη,  δεν νομίζω να υπάρχει αντίστοιχο θεατρικό κείμενο στα ελληνικά. Ο Κώστας  έκανε τότε παρέα μ έναν τύπο μεγάλο σε ηλικία  τον Πατρίκιο,  άκου όνομα τώρα. Ο Πατρίκιος ήταν ένας μεσήλικας  με μούσια άσπρα  που είχαν κιτρινίσει απ’  το τσιγάρο, καλά εκείνον τον τύπο   δεν τον είχε  πάρει ποτέ στα σοβαρά . Ο Πατρίκιος  θεωρούσε τον εαυτό του κάποιου είδους καλλιτέχνη κι  ασχολούνταν με τη φωτογραφία,  επειδή του την είχε δώσει του  του είχε  πετάξει κάποτε  «βγάζεις και φωτογραφίες για ταυτότητες;»  ο Πατρίκιος  είχε παρεξηγηθεί τότε. Ο Κώστας   θεωρούσε το  φίλο του λίγο καβαλημένο καλάμι επειδή ήταν πάντα   πολύ σίγουρος για τον εαυτό του κι όταν είχε κοπεί στις εξετάσεις του Κρατικού Θεάτρου βρήκε την ευκαιρία να του  πει « αυτό ίσως σε συνετίσει λίγο».

Ό,τι και  να έλεγε  όμως Ο Κώστας  ήταν ταλέντο  και παιδί χρυσό, τον πίστευε πολύ, μιλούσαν  για όλα, περίμενε  πολλά από κείνον,  κι έπειτα έτσι στο άσχετο   παράτησε ο χαζός  τη μουσική και το έριξε στο θέατρο όπου ήταν απλά μέτριος, αυτό δεν μπόρεσε  να το καταλάβει ποτέ του. Από τότε είχαν χαθεί,  ο  φίλος του   άλλαξε πορεία, κατέβηκε στην Αθήνα, μπήκε σε κάτι σχήματα, είχε γίνει  αρκετά γνωστός όπως είδε στα social όπου τον έψαξε μετά  από χρόνια, είχε χιλιάδες φίλους, ήταν διάσημος. Τον είδε  και σε κάτι βιντεάκια στο You tube όπου διάβαζε κάτι κουλτουριάρικα κείμενα μ’ εκείνη την ωραία φωνή του, αργότερα είχε δει και μια τεράστια διαφήμιση στην Καθημερινή για κάποια παραγωγή που ετοίμαζε. Ό Άγγελος τελικά αποφάσισε  να γίνει συγγραφέας κι όταν  έβγαλε το πρώτο του βιβλίο μπήκε κι εκείνος  στο παιχνίδι με το Facebook.  Κάποια στιγμή τον  βρήκε το φιλαράκι του ο Κώστας  και του είπε μάλιστα ότι έγραφε πολύ καλά,  κάποιοι γνωστοί του στην Αθήνα τον  είχαν διαβάσει  και τους άρεσε, αυτό ήταν  πολύ ωραίο. Μίλησαν   λίγο και του είπε ότι θα ερχόταν στη Θεσσαλονίκη για μια παράσταση .  Πήγε να τον βρει  και να δει  την παράσταση, μίλησαν  λίγο στα καμαρίνια,  του έχει δώσει και  μια πρόσκληση μ’  εκείνο το ευγενικό του ύφος, ήταν μια ωραία στιγμή. Κάθισε   πίσω στις τελευταίες σειρές , πάντα έτσι έκανε για να μπορεί  να την κοπανήσει  αν  δεν του άρεσε το θέαμα.  Το έργο ήταν  παλιό,  από την κρητική λογοτεχνία,  η Ερωφίλη του Χορτάτζη μάλλον, 15ος αιώνας δηλαδή, κι αν έχεις το θεό  σου ο Λ χρησιμοποιούσε την αρχαία γλώσσα,  δεν καταλάβαινες γρυ, όλα λάθος ήταν σ’  εκείνη ήταν παράσταση, «Ρε φίλε!»  ήθελε να του φωνάξει  «τι κάνεις  εδώ πέρα, ποιος θα σε καταλάβει, για ποιον παίζεις, τι νόημα έχει όλο αυτό;» αλλά  δεν είπε  τίποτα,  απλά κάθισε στα σκοτεινά  όσο μπορούσε ν’  αντέξει  και μετά έφυγε κατρακυλώντας τις σκάλες του παλιού θεάτρου.   Στο βιβλίο  του  μιλούσε για τον φίλο του σε κάποιο κείμενο , έλεγε μερικά πράγματα για κείνον, για το ταλέντο του,  για τις λάθος επιλογές του, για τις βλακείες του. Κι εκεί στην ΙΚΕΑ, στο εστιατόριο, συναντά μια μέρα   τους δικούς του και τους δίνει  το βιβλίο του, ούτε που το σκέφτηκε, μετά συνειδητοποίησε  ότι  έθαβε  το παιδί τους, ντράπηκε απίστευτα . Ευτυχώς τον λύτρωσε ο αδερφός  του Κώστα, ο Τάκης,  ένα παιδί πολύ ήσυχο που ζούσε κάπως στη σκιά του  αλλά είχε αποδειχτεί κρυφό ταλέντο, είχε κάνει καριέρα στο εξωτερικό, στην Ελβετία. Του έδωσε λοιπόν κι εκείνου το βιβλίο και του είχε πει τη φάση με τον αδερφό του, «δεν ήθελα να τον θίξω» του είπε,  «θα το δω και θα σου πω»  είπε ο Τάκης. Έλαβε  λοιπόν μετά από λίγο καιρό ένα μήνυμα του μικρού  που  του έλεγε «το διάβασα και δεν βρήκα κάτι κακό» αναστέναξε, ένα βάρος έφυγε από μέσα του.

Κι έπειτα τον συνάντησε στο γυράδικο κι έμαθε ότι άλλαζε καριέρα, επιτέλους! Άκουσε κι ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο κι έμαθε ότι ήταν του Κώστα , ήταν φοβερό, σαν εκείνα τα παλιά τα ωραία  του εξήντα και του εβδομήντα, με μουσική δυνατή και λόγια που έδεναν γερά, πόσο καιρό είχε ν’ ακούσει κάτι τόσο ωραίο; Είδε και το βίντεο μια μέρα στην τηλεόραση με τον Κώστα  να κάνει κάτι δεύτερες φωνές ασύλληπτες, η ενορχήστρωση, η αίσθηση του ανέμου που έδιναν οι στίχοι, της ροής  μέσα στο άπειρο, έξω από την πόλη και  τα κτίρια στο άπλετο φως της μέρας,  κι ο φίλος του  εκεί στη σκηνή να παίζει κιθάρα σα μικρός θεός,  να δίνει το ρυθμό,  να ξεσηκώνει τον κόσμο να τα δίνει όλα. Ήθελε να πανηγυρίσει, επιτέλους, τόσα χρόνια το περίμενε φώναζε μόνος του στο δωμάτιο του «ναι ρε φίλε, αυτό είναι, γιατί δε με άκουγες,  μα πόσο βλάκας ήσουνα!» - «τι κάνεις εδώ τρελάθηκες;» τον ρώτησε η γυναίκα του που τον άκουσε , άντε να εξηγήσεις.

 

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

ΔΙΠΛΟ ΔΑΧΤΥΛΙΔΙ

« Πότε θα κάνεις μια δουλειά κανονική;» του είπε μια θεία του ογδόντα  χρόνων, οι συγγενείς  του έκαναν επίθεση, άντε να τους εξηγήσεις,  είχε απηυδήσει, ένας άλλος , φίλος υποτίθεται από τα παλιά, τον είδε μια μέρα στο δρόμο και η πρώτη του κουβέντα ήταν «πως το ξεκίνησες αυτό,  έχεις πιστοποίηση, να ξέρεις  η εφορία τα κυνηγά τέτοια».  Άλλοι γνωστοί  έλεγαν στη γυναίκα του « δεν κάνει καλά, έχει παιδιά, οικογένεια,  τι προσπαθεί  να πετύχει ;»  όλοι είχαν σκάσει.  Είχε συγχυστεί, δεν μπορούσε να εξηγήσει στον κάθε ηλίθιο,  η γυναίκα του ευτυχώς  τον καταλάβαινε,  έβλεπε ότι έβγαζε λεφτά από την υπόθεση και το σπίτι τους κρατιόταν καλά, έλεγε λοιπόν  στις φίλες της «μη μιλάτε έτσι, δεν ξέρετε, ο άντρας μου δεν είναι τεμπέλης» όμως αυτουνού του την είχε δώσει, πόσο ανόητοι  ήταν όλοι,  και πίσω απ’  το υποτιθέμενο ενδιαφέρον υπήρχε ασφαλώς φθόνος,  δεν θα άφηναν  κάποιον  να ξεχωρίσει έτσι εύκολα, να κάνει κάτι ασυνήθιστο, να ξεφύγει από τα τετριμμένα, που ακούστηκε, γιατί δεν δοκίμαζε να μπει στο δημόσιο, να γίνει υπάλληλος,  γιατί δεν έκανε ότι και όλοι οι άλλοι,  τι συνέβαινε με τούτον επιτέλους ;

 Ο λόγος ήταν ότι είχε βρει μια άκρη κι έκανε μαθήματα σε κινέζους που ήθελαν να έρθουν στην Ευρώπη.  Είχε μπει σε μια πλατφόρμα  που χρησιμοποιούσαν  χιλιάδες άνθρωποι  για να μάθουν αγγλικά, τι τους είχε πιάσει δεν μπορούσε να τα καταλάβει,  όμως είχε ψωμί η δουλειά. Στην αρχή δυσκολεύονταν  να τους καταλάβει αλλά μετά δεν είχε θέμα,  δούλευε ώρες πολλές, ξεκινούσε το μεσημέρι και τέλειωνε το βράδυ αργά. Όταν έκλεινε τον υπολογιστή ,  το κεφάλι του ήταν σαν κόσκινο γεμάτο τρύπες, ήθελε κάνα  δυο ώρες να συνέλθει, κάπνιζε στα σκοτεινά και σκεφτόταν όλα όσα άκουγε στη διάρκεια της ημέρας. Έβλεπε λίγο τις ειδήσεις στα διεθνή κανάλια και προσπαθούσε να καταλάβει κατά που πήγαινε ο κόσμος . Τι  παιζόταν εκεί πέρα κι όλες οι ορδές των κινέζων ήθελαν  να  μετακομίσουν στη δύση,  τους κοίταζε στην οθόνη και σκεφτόταν πως άλλαζε ο κόσμος έτσι μπροστά στα μάτια του,  πως θα γινόταν όλα σε καμιά δεκαετία  άραγε ; Αφού ηρεμούσε κάπως έπεφτε κατάκοπος για ύπνο,  «δόξα τω θεώ»  έλεγε μέσα του, δουλειά υπήρχε  μπόλική,  όπως παγκοσμιοποιούνταν το σύστημα όλοι ήθελαν να επικοινωνήσουν με  όλους και το μέσον ήταν φυσικά η γλώσσα,  έτσι γινόταν πάντοτε κι ο ίδιος   ήταν ο συνδετικός κρίκος στην όλη διαδικασία,  τούτος ο ρόλος του άρεσε κι ούτε που νοιάζονταν για τα σχόλια συγγενών και φίλων,  «άστους να λένε» έλεγε μέσα του .  

Δεν το περίμενε ποτέ ότι θα έκανε τούτη τη δουλειά, του άρεσε πάντα να επικοινωνεί με ξένους και να διαβάζει κείμενα από  άγνωστες  γλώσσες όμως δεν ήταν τόσο καλός με τη γραμματική και το συντακτικό. Με τον καιρό βέβαια τα έμαθε κι αυτά, είχε καλή επαφή με τους ανθρώπους όλων των ηλικιών,  καταλάβαινε το ποιόν τους,   τι χρειαζόταν,  ήξερε πώς να τους τονώνει ψυχολογικά,  αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Είχε αρχίσει  να εξοικειώνεται μαζί τους, μάθαινε  τα φαγητά , την κουλτούρα τους, τον τρόπο που μιλούσαν, την γραμματική της γλώσσας τους,  τα επιφωνήματα που χρησιμοποιούσαν,  όλες τις ιδιοτροπίες τους , αρχαίος πολιτισμός ήταν κι ο δικός τους άλλωστε.  Είχε βρει κάτι κόλπα εκεί πέρα να τους βάζει να κάνουν  ασκήσεις ενώ  εκείνος σηκώνονταν κι ετοίμαζε κάτι να φάει, κάπνιζε κανένα τσιγάρο, έκανε διάλλειμα. Το καλό ήταν ότι του  έδειχναν  σεβασμό, του άρεσε αυτό,  βέβαια γρήγορα κατάλαβε ότι δεν ήταν και τόσο αγαθοί, όταν είχε ξεκινήσει την πλατφόρμα είχε γνωρίσει ένα ζευγάρι που ήταν ό,τι χειρότερο, η γυναίκα ειδικά του έκανε υποδείξεις όλη την ώρα, «δεν γίνεται έτσι το μάθημα» επέμενε με την τσιριχτή φωνή της, «έχω κάνει και με άλλους καθηγητές δεν έχεις σύστημα».  Ας της κάνω το χατίρι σκέφτηκε και πήγε με τα νερά της,  εκείνη φάνηκε να ικανοποιείται, άλλαξε πρόσωπο. Το ζευγάρι των κινέζων   του πρότεινε μάλιστα  να έρθουν να τον βρουν και να συνεργαστούν σε κάτι εισαγωγές ιατρικών ειδών, του έστειλαν κι ένα βίντεο από το εργοστάσιο τους που έβγαζε σαν παλαβό κατά χιλιάδες μάσκες και γάντια νοσοκομειακά, η εταιρεία τους είχε έναν   τίτλο εξωτικό, Double ring. Για μια στιγμή το σκέφτηκε, δεν ήταν άσχημη ιδέα,  αλλά μετά άλλαξε γνώμη δεν ήθελε να μπλέξει,  δεν του άρεσαν οι φάτσες τους.  Όταν τους είπε ότι δε γίνεται εκείνοι υποτίθεται ότι το δέχτηκαν «όπως θέλεις»  του είπε ο κινέζος ενώ τα λοξά  του μάτια γυάλιζαν.  Και ξαφνικά εξαφανίστηκαν αφήνοντας τον  απλήρωτο, τους τηλεφωνούσε και δεν απαντούσαν  κι ύστερα  τα τηλέφωνα τους έκλεισαν εξαερώθηκαν  κι άντε να τους βρεις στα βάθη της Ασίας,   έχασε ένα  σωρό λεφτά εκεί πέρα,  από τότε ήταν πιο προσεκτικός και ζητούσε τα χρήματα προκαταβολικά αλλιώς δεν ξεκινούσε τίποτα…   

 Ένα βράδυ Σαββάτου που είχε πλαγιάσει από νωρίς  άκουσε το τηλέφωνο του, κάποιος τον καλούσε, ο κανόνας του ήταν να απαντά  οποιαδήποτε ώρα της μέρας και της νύχτας,  έτσι είχε βρει τους πιο απίθανους πελάτες όμως εκείνη τη στιγμή βαριόταν αφόρητα,  «ποιος μπορεί να είναι τέτοια ώρα;» είπε  φωναχτά. Κοίταξε  το νούμερο,  δεν του έλεγε τίποτα και δεν απάντησε όμως σε λίγη ώρα το τηλέφωνο  χτύπησε  ξανά κι η γυναίκα του  εμφανίστηκε εκνευρισμένη για να το σηκώσει,  κανείς  δεν ακούγονταν  μονάχα μια ανάσα πολύ βαριά σαν ο τύπος  από την άλλη μεριά της γραμμής  να έπασχε από βρογχοπνευμονία,  ήταν πολύ τρομαχτικό και η γυναίκα του το έκλεισε γρήγορα ταραγμένη.  Είχε κοιμηθεί κάνα δίωρο  όταν  το τηλέφωνο κουδούνισε  πάλι, το σήκωσε κι άκουσε μια φωνή να του λέει σε σπαστά αγγλικά , «ξέρουμε τι κάνεις, σε παρακολουθούμε, πρόσεχε, όλο αυτό δεν θα έχει καλό  τέλος »κάπου  την είχε ακούσει αυτή τη φωνή όμως  όπως ήταν ζαλισμένος δεν ασχολήθηκε και συνέχισε τον ύπνο του.  Αυτό συνεχίστηκε για μερικά βράδια,   το τηλέφωνο καλούσε   κι όταν το σήκωνε κανείς δε μιλούσε ή ακουγόταν μόνο «ξέρουμε τι κάνεις».   Τι διάβολο συνέβαινε σκεφτόταν όμως ήταν τόσο  κουρασμένος  που έπεφτε ξερός και δεν χαμπάριαζε τίποτα,  απλά  έβαζε τη συσκευή  στη  σίγαση  και ήταν ήσυχος.  Καμιά φορά όμως την ξεχνούσε κι εκείνη χτυπούσε, κοίταζε την οθόνη που φωτίζονταν  κι  έβλεπε κάτι νούμερα από χώρες  παράξενες κάπου στα βάθη της ανατολής , έψαχνε στον υπολογιστή κι έβρισκε ότι αντιστοιχούσαν σε κάτι έδρες  αλλόκοτες. Όπως συζητούσαν με τη γυναίκα του άρχισε να ανησυχεί πιο πολύ, περισσότερο  τον τρόμαζε εκείνη η κουβέντα ότι θα έχει άσχημο τέλος.

 «Μα τι βλάκας που είμαι!»  φώναξε ένα πρωί  και παραλίγο να πνιγεί από τον καφέ του, «ο κινέζος με τις μάσκες είναι κι έλεγα τι μου θυμίζει η φωνή του !»  αυτός ο μαφιόζος είναι  σίγουρα,  αν καλέσουν πάλι θα πάω στην αστυνομία!» Κι ενώ ήταν έτοιμος να τους καταγγείλει   τα τηλέφωνα σταμάτησαν σα να τους είχε ενημερώσει κάποιοι για τις προθέσεις του  όμως εκείνος είχε αναστατωθεί. Σκεφτόταν όσα του  χαν πει συγγενείς  και φίλοι,  ήταν σίγουρος ότι τον είχαν γρουσουζέψει οι άτιμοι .  Στη διάρκεια ενός  μαθήματος   όπως εξηγούσε μια άσκηση μια ανάμνηση αναδύθηκε ασυναίσθητα  στην επιφάνεια  του μυαλού του,  ήταν ένα περιστατικό  που είχε θαμμένο στον πάτο της μνήμης  του. Πριν από τριάντα τόσα χρόνια    δούλευε σεκιουριτάς σ’ ένα βενζινάδικο κάπου έξω από την πόλη. Η  γυναίκα  που είχε το μαγαζί δεχόταν τηλεφωνήματα  περίεργα, αυτό γινόταν για καιρό.  Κανείς δεν την πίστευε μέχρι που ένα βράδυ, όταν πήγε να της δώσει τα κλειδιά, τη βρήκε μαχαιρωμένη πίσω από τον πάγκο,  στην ταμειακή  μηχανή  υπήρχαν αίματα,  παντού γύρω  όλα είχαν ανακατευτεί, η σκηνή που αντίκρισε τον είχε στοιχειώσει γι αυτό και την είχε θαμμένη όσο πιο βαθιά γινόταν, μονάχα καμιά φορά την έβλεπε  στον ύπνο του. Αμέσως είχε πάει να καλέσει την αστυνομία όμως πριν σηκώσει το ακουστικό το τηλέφωνο χτύπησε και μια  φωνή που έμοιαζε με του κινέζου  είχε ακουστεί να λέει  σε σπαστά ελληνικά  « η συμφωνία δεν ισχύει»  μόνο αυτό.  Όταν έκανε τον συνειρμό ανατρίχιασε, μήπως ήταν ο ίδιος άνθρωπος και στις δυο περιπτώσεις αλλά αυτό δεν γινόταν, είχαν περάσει τόσα χρόνια. «Είστε καλά;»  τον ρώτησε  ο μαθητής στην οθόνη  που κατάλαβε ότι υπήρχε πρόβλημα ,  «θα διακόψουμε για σήμερα,  συγγνώμη»  είπε αυτός  προσπαθώντας  να κρύψει την αναστάτωση του.  Όταν έμεινε μόνος θυμήθηκε όλο το σκηνικό,  είχε ακουστεί τότε ότι η γυναίκα που είχε το βενζινάδικο  έμπλεξε με κάτι λαθρέμπορους,  δεν τα βρήκαν στη μοιρασιά γι αυτό την είχαν σκοτώσει,  αυτό το περιστατικό τον είχε σημαδέψει τότε για μήνες,  δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα,  οι γιατροί είχαν πει ότι η εμπειρία ήταν τραυματική,  έκανε καιρό να το ξεπεράσει και να τώρα άκουγε πάλι εκείνη τη φωνή.  Σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε κάνει λάθος ,  ότι το μυαλό του έπαιζε παιχνίδια,  πως μπορείς να είσαι σίγουρος για κάτι που συνέβη πριν από τρεις δεκαετίες,  καμιά φορά η μνήμη σε προδίνει,   νιώθεις σίγουρος για κάτι και αποδεικνύεται ότι έσφαλες,  ορκίζεσαι ότι ήταν έτσι και μετά βλέπεις  ότι λάθεψες  καθώς όλα μπερδεύονται και τίποτα δε μένει σταθερό,  δεν μπορείς να πιστέψεις ούτε τον εαυτό σου,  ειδικά αυτόν.

Για να τα ξεχάσει όλα αυτά πήγε κάποιο σαββατοκύριακο  σ’ ένα χιονοδρομικό κι εκεί ατενίζοντας ώρες ατέλειωτες το άσπρο χιόνι σα να καθάρισε η σκέψη του, σα να έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, σα να πήρε την ανάσα που χρειαζόταν.  Ό,τι κι αν ήταν  αυτό που τον απειλούσε θα το αντιμετώπιζε έλεγε μέσα του κι εκείνο ακριβώς το βράδυ το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Κι  ενώ τις άλλες  φορές καθόταν κι άκουγε τον καταραμένο τον κινέζο, άρχισε εκεί πέρα να του φωνάζει,  οι λέξεις έβγαιναν  από το στόμα του χωρίς  να μπορεί να τις ελέγξει, τον  έβρισε πολύ άσχημα,  τον έστειλε στο διάβολο  δεν μπορούσε να καταλάβει που τις είχε βρει τόσες αγγλικές κατάρες  εκεί πέρα ο  άλλος  πήγε κάτι να ψελλίσει όμως του έκλεισε το τηλέφωνο κατάμουτρα,  ήταν πολύ ευχαριστημένος μετά απ’  αυτό.  Το πρωί είδε κάτι  μηνύματα απειλητικά, ούτε που ασχολήθηκε, τους διέγραψε από όλους  τους λογαριασμούς,  δεν τον ξαναενόχλησαν. Όπως  παρακολουθούσε τα διεθνή δελτία μια νύχτα  είδε το ζευγάρι των κινέζων με χειροπέδες,  είχαν συλληφθεί λέει για διακίνηση  λαθραίων ειδών  και θα εκτελούνταν, οι κινέζοι δεν χαμπαριάζουν,  «ο κόσμος εκεί έξω είναι πολύ  άγριος» έκανε τη σκέψη.  

 

  

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΤΗΣ ΑΦΘΟΝΙΑΣ

 «Μη μου κολλάς » της είπε  μια κοπέλα μέσα στο λεωφορείο κι ακούστηκε να  συμπληρώνει  «κωλόγρια !». Tο κορίτσι που την έβρισε καθόταν στη γαλαρία, στο πίσω μέρος του λεωφορείου, υπήρχαν εκεί πέρα τρεις άδειες θέσεις και το κορίτσι που δεν ήταν και το πιο αδύνατο,  έμοιαζε να τις ήθελε όλες, « μπορώ να καθίσω;» το ρώτησε «αφού έχει εκεί μπροστά θέσεις, γιατί δεν κάθεσαι εκεί πέρα!»- « μα εγώ θέλω να καθίσω εδώ,  πόσες θέσεις νομίζεις ότι μπορείς να πιάσεις!» είπε αυτή,  η παχουλή κοπέλα φάνηκε να θίγεται και  μέσα  από τα  δόντια της την έβρισε έτσι ώστε να ακουστεί.  Καθισμένη σε μια  διπλανή θέση σκεφτόταν τι είχε συμβεί, δεν  είχε θέμα με την ηλικία της, σιγά τώρα,  όμως το θράσος εκείνης της κοπέλας ήταν φοβερό,  ίσως δεν θα  έπρεπε να της είχε  μιλήσει έτσι όμως πολλές φορές ένιωθε τα λόγια να βγαίνουν από το στόμα της χωρίς  να μπορεί  να τα ελέγξει. Τύχαινε συχνά να κάνει   παρατήρηση σε κάποιον κι  αμέσως σκεφτόταν «ωχ τώρα την έβαψα,  θα με ακολουθήσει και θα βρω κανέναν μπελά,  τι θέλω και μιλώ!» αλλά  και πάλι όταν έβλεπε κάτι στραβό δεν άντεχε κι   έκανε το ίδιο. Σε μια στιγμή  η κοπέλα που την έβρισε  σηκώθηκε να κατέβει όμως το αστικό φρέναρε  κάπου κι εκείνη  έπεσε   πάνω στους επιβάτες  «φύγετε από μπροστά  μου!»  φώναξε ξαναμμένη, καλά  το άτομο είχε θέματα,  πρόσεξε ότι φορούσε  κάτι αρβύλες κι ένα τζιν σκισμένο,  δεν θα την έλεγες κι  επιτομή της καλαισθησίας κι αυτό αντανακλούνταν στο ύφος και στους τρόπους της.  Την ακολούθησε με το βλέμμα καθώς απομακρύνονταν φουριόζα και κούνησε το κεφάλι πολλές φορές  σα να έλεγε « πως είσαι έτσι κορίτσι μου».   

Χρόνια τώρα πηγαινοερχόταν με τα αστικά, δεν είχε μάθει ποτέ να οδηγεί, πάντα είχε κάποιον να την πηγαίνει στα μαγαζιά ή στη δουλειά, παλιά ήταν ο άντρας της, όταν χώρισε οι φίλοι της πάντα έβρισκαν τρόπο  να την εξυπηρετούν κι όταν δεν  υπήρχαν κι αυτοί έπαιρνε ταξί αλλά πια όλα είχαν γίνει πολύ ακριβά κι αναγκαζόταν να μπει στα λεωφορεία που κάποτε δεν ήθελε  ούτε να τα δει. Όμως εκεί μέσα αδερφέ μου  έπρεπε  να κρατήσεις την αναπνοή σου μέχρι να σκάσεις,  μερικά ειδικά είχαν μια αποπνικτική μυρουδιά  που σου ερχόταν αναγούλα,  ήταν  τα αστικά που πήγαιναν  σ’ ένα νοσοκομείο και τα χρησιμοποιούσαν κάτι πρεζόνια τα οποία δεν πλένονταν  ποτέ,  αυτά τα απόφευγε όσο μπορούσε. Όταν έβρισκε καμιά καλή θέση  χάζευε τους δρόμους που ανεβοκατέβαιναν εκεί όπου  κάποτε υπήρχαν πλαγιές και λόφοι, πιο πολύ της άρεσαν  τα στενά που οδηγούσαν σε κάτι μέρη που έμοιαζαν με πίστες απογείωσης για το άπειρο,  αυτά τα μέρη ήταν τα αγαπημένα της, με τη φαντασία  ένιωθε  ότι η πορεία του αστικού συνεχίζονταν νοερά   και χανόταν  πέρα μακριά στον ορίζοντα που φλέγονταν όταν ο ήλιος έδυε. Από τα παράθυρα του λεωφορείου μπορούσε να παρακολουθήσει ότι συνέβαινε στην  πόλη σα να έβλεπε ταινία, στα πάρκα  τεμπέληδες  ρωσοπόντιοι έπαιζαν ντάμα πάνω σε κάτι τραπέζια αυτοσχέδια, εκεί κάτω  προς τη θάλασσα οι πολυκατοικίες έφτιαχναν  ένα τείχος τεράστιο που έκοβε τον αέρα  άφηνε  όμως όλη την υγρασία να διαπεράσει τα κτήρια και τους ανθρώπους,  τα βράδια του Σαββάτου τα  συνοικιακά  μαγαζιά πουλούσαν κοτόπουλα και πίτσες στον κόσμο που περίμενε έξω από τις εισόδους τους,  αυτή ήταν η αγαπημένη της ώρα μέσα στην εβδομάδα.

Τους τελευταίους μήνες χρησιμοποιούσε πολύ τα λεωφορεία, είχε μπει στο ταμείο ανεργίας  και είχε χρόνο μπόλικο, έτσι πήγαινε να δει τη μάνα της που δεν μπορούσε πια να αυτοεξυπηρετηθεί  και χρειαζόταν άνθρωπο όμως δεν εμπιστευόταν κανέναν,  ήταν  πολύ καχύποπτη κι έτσι την  είχε  αναλάβει θέλοντας και μη. Πηγαίνοντας στο προάστιο της μητέρας της χάζευε σημεία τη πόλης που τα  θυμόταν από παλιά και η ανοικοδόμηση τα είχε αλλάξει εντελώς,  ένα εστιατόριο που υπήρχε κάποτε εδώ,  ένας φούρνος απ’ όπου έπαιρνε  ένα  τσουρέκι τη γεύση του οποίου δεν μπορούσες πια να  βρεις πουθενά,  ένα πεζόδρομο εκεί έξω από τα πανεπιστήμια όπου έβλεπε κάποτε  ένα κορίτσι να απλώνει εφημερίδες τότε που δεν υπήρχε διαδίκτυο ούτε τηλεόραση, οι φοιτητές έσκυβαν  να δουν  τα νέα και τους τίτλους πηγαίνοντας στις σχολές τους αγουροξυπνημένοι. Την είχε συναντήσει εκείνη τη κοπέλα με τις εφημερίδες κάποιο καλοκαίρι σ’ ένα νησί, κολυμπούσαν  μαζί σ’ έναν κολπίσκο  που τον έλεγαν  ‘’Όρμο της αφθονίας’’,  το παράξενο ήταν ότι και η κοπέλα τη θυμόταν « είχες μακριά μαύρα  μαλλιά  τότε»  της είχε πει…  

Πως είχαν γίνει έτσι ανάγωγα τα παιδιά σκεφτόταν όλη την ώρα καθώς τάιζε τη μητέρα της,  δεν καταλάβαιναν  τίποτα, δημιουργούσαν φασαρίες, επιτίθονταν στον κόσμο, είχαν χτυπήσει άσχημα  έναν οδηγό λεωφορείου  την ώρα που σχολούσε, το πράγμα είχε ξεφύγει. Ήταν επόμενο βέβαια,  κανείς δε νοιάζονταν γι αυτά, κανείς  δεν τους έλεγε  τίποτα κι κείνα ήταν  ανεξέλεγκτα, έβριζαν, φώναζαν, χαλούσαν τον κόσμο, έμοιαζαν με θηρία. Ήθελε να τους χώσει δυο μπάτσες όπως έκανε η μάνα της όταν ήθελε να τη συνετίσει,  σιγά μη χαράμιζε τα λόγια της,  όμως τώρα που να τ’  αγγίξεις,  είχαν γίνει μη μου άπτου όλα, δεν  σήκωναν τίποτα και ήξερε ότι θα έβρισκε το μπελά της. Πάντα είχε πρόβλημα όχι μόνο με τα παιδιά αλλά και με οτιδήποτε που νόμιζε πως ήταν λάθος, όταν έβλεπε κάτι στραβό και γύρω κανείς δεν μιλούσε αυτή δεν άντεχε,  μια φορά είχε δει έναν τύπο φαλακρό να φωτογραφίζει  κορίτσια με το κινητό του και του είχε κάνει παρατήρηση,  «τι κάνεις εκεί πέρα φίλε;»  εκείνος έκανε τον αδιάφορο αλλά ένα παιδί με γένια κάπου εικοσιπέντε χρονών,   πετάχτηκε και την υποστήριξε «δώσε το κινητό να δούμε τι φωτογραφίζεις!» ο άλλος έσπευσε να κατέβει  κατρακυλώντας πανικόβλητος  στα σκαλιά   και παραλίγο να σκοτωθεί όπως προσπαθούσε  να κρύψει το τηλέφωνο. Ευχαρίστησε το νεαρό κι αντάλλαξαν δυο κουβέντες, «κυρία μου δεν μπορείτε να φανταστείτε τι γίνεται κάθε μέρα »- «αυτό το παιδί μάλιστα» , σκέφτηκε.  

Μια άλλη φορά είχε δει μια κοπέλα να απλώνει  τα πόδια της  στο αντικρινό κάθισμα,  αυτό την τρέλαινε, δεν μπορούσε να το δεχτεί, «κατέβασε σε παρακαλώ τα πόδια σου!»  της είπε κι εκείνη τα κατέβασε όμως μετά από λίγο τα έβαλε πάλι πάνω στις καρέκλες,  «σου είπα να μη βάζεις τα πόδια στου στο κάθισμα!»  επανέλαβε « θα έρθουν να καθίσουν άνθρωποι!»  όμως το κορίτσι της πέταξε  κάτι του τύπου « άσε μας από δω ρε θεία !».   Καθώς ήταν η ώρα να κατέβει την πλησίασε, έπιασε  τα πόδια της και με μια κίνηση τα κατέβασε κάτω, δεν το περίμενε ούτε και  η ίδια ότι θα το έκανε,  ήταν σα να είχε συμβεί αυτοματοποιημένα,  το κορίτσι είχε μείνει άναυδο,  δεν το περίμενε ούτε αυτή  όμως εκείνη ήταν χαρούμενη,  «σε προειδοποίησα!»  της φώναξε  κι έσπευσε  να κατέβει τα σκαλιά προτού η άλλη της πετάξει τίποτα,  ήταν πολύ ευχαριστημένη με τον εαυτό της.  

Πάντα πίστευε  στη νεολαία κι όταν την κατηγορούσαν  απαντούσε « είναι παιδιά, δεν ξέρουν, κι εμείς έτσι ήμασταν στην ηλικία τους»  όμως  όταν της επιτέθηκε και την έβρισε  εκείνη η κοπέλα  με τα άρβυλα τα έχασε, θυμόταν για καιρό το πρόσωπο της,  μια φορά την είχε δει και στον ύπνο της. Ένα βράδυ του Σαββάτου που πήγαινε στη μάνα της αναρωτιόταν τι θα συναντούσε  πάλι,  οι ειδήσεις λέγανε για έναν  φίλαθλο που είχαν μαχαιρώσει  έξω από κάποιο γήπεδο κι όλοι είχαν ξεσηκωθεί.  Εκείνη τη μέρα είχε αγώνα ποδοσφαίρου πάλι  οπότε το λεωφορείο θα γέμιζε από  τραμπούκους και μεθυσμένους που τρόμαζαν τον κόσμο κι απειλούσαν τους πάντες. «Είκοσι λεπτά είναι»  σκέφτηκε «ας κάνω υπομονή», δεν ήθελε να πάρει ταξί  όμως με το που μπήκε στο αστικό το μετάνιωσε. Στην επόμενη  στάση ανέβηκαν καμιά εικοσαριά άτομα,  νεαροί ως επί το πλείστον,  κι άρχισαν να φωνασκούν,  τους άκουγε εκεί πέρα  που φώναζαν συνθήματα κι έβριζαν τις μάνες όλων, ήταν μια μάζα, ένας όχλος γεμάτος μίσος, μια αγέλη όπου επικρατούσαν τα χειρότερα ένστικτα καθώς τους έδινε την αίσθηση της ασφάλειας και της δύναμης, μια αίσθηση ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις δίχως καμιά συνέπεια, σε μια τέτοια αγέλη μπορούν να ευδοκιμήσουν τα πιο χαμερπή ορμέμφυτα, να διαπραχτούν οι πιο αισχρές πράξεις.

Οι νεαροί έμοιαζαν να το χαίρονται εκεί πέρα που μπορούσαν να τρομοκρατούν τον κόσμο και συνέχιζαν να βρίζουν και να απειλούν το σύμπαν.  Δεν άντεξε,  σηκώθηκε και τους είπε «δεν ντρέπεστε να μιλάτε έτσι,  εσείς  φάγατε εκείνο το παιδί!»  κανείς  από την αγέλη δε μίλησε,  έγινε ησυχία για λίγο σα να είχαν  αιφνιδιαστεί που κάποιος αντέδρασε στην επέλαση τους.   Ύστερα όμως όλο εκείνο το πλήθος που είχε ανεβεί στο αστικό και δρούσε σαν συμμορία άρχισε να φωνάζει πιο δυνατά χρησιμοποιώντας  συνθήματα ακόμα πιο ρυπαρά ενώ κοίταζε προς το μέρος της με βλέμμα άγριο και μια κακία στα μάτια ανάμεικτη μ’ έναν κρυφό ενθουσιασμό, εκεί  είχε φοβηθεί πραγματικά « αυτοί εδώ θα με φάνε!»  σκέφτηκε «τι πας να κάνεις κοριτσάκι μου;» . Ευτυχώς σε λίγο ήταν η στάση της, όταν κατέβηκε από το αστικό ήταν σίγουρη  ότι κάτι θα καρφώνονταν στη πλάτη  της,  ότι  κάποιος θα την άρπαζε απ’ τα μαλλιά  και  θα της φώναζε «έλα  δω εσύ!» ,  κοίταζε γύρω γεμάτη φόβο όμως όλος εκείνος ο συρφετός ούτε που ασχολήθηκε μαζί της μονάχα ξεχύθηκε από το όχημα κραυγάζοντας κι έτρεξε   για το γήπεδο κουνώντας κασκόλ και σημαίες.  Όλο αυτό όμως ήταν πολύ τρομακτικό, είναι από κείνα τα πράγματα που δεν ξεχνάς εύκολα, της είχε χαλάσει εντελώς τη διάθεση. Το βράδυ που επέστρεφε από τη μάνα της  όλο κοιτούσε πίσω της κι ούτε που είχε όρεξη να ονειρευτεί πως απογειώνεται με το αστικό εκεί στις ανηφόρες και τις κατηφόρες της πόλης  που σε βγάζουν στο άπειρο την  ώρα που το δειλινό φλέγεται κατά τη δύση.

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ

«H αδερφή σου μου το  είπε να ξέρεις  μου έστειλε κι αυτή τη φωτογραφία με τον πρώην σου, νόμιζα ότι τον είχες ξεχάσει».  Όταν της το είπε ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της, τον ικέτεψε να την πιστέψει, τον παρακάλεσε κλαίγοντας όμως εκείνος ήταν ανένδοτος κι επειδή δεν τον πίστευε της έδειξε το μήνυμα στο κινητό μαζί με μια φωτογραφία της όπου αγκάλιαζε τον πρώην της. Ήταν έτοιμοι  να παντρευτούν,  τον αγαπούσε πολύ τον Γιάννη, είχαν κάνει ένα  σωρό σχέδια για το σπίτι που θα αγόραζαν, για το  γάμο και για τα παιδιά που θα έκαναν μέχρι που έγινε αυτό το σκηνικό , άντε να του εξηγήσεις ότι ο πατέρας του πρώην της είχε πάθει έμφραγμα κινδύνευε να πεθάνει και αυτή του είχε πει δυο λόγια συμπαράστασης ως όφειλε, αυτό ήταν όλο όμως  ο άλλο ήταν κάθετος σαν τοίχος.

Η Τάνια  το είχε στήσει, όλα μπορούσε να τα περιμένεις από αυτή, τη ζήλευε τόσο πολύ που θα έκανε ότι ήταν δυνατόν για να της κάνει ζημιά.  Σα να έφταιγε αυτή που ήταν πιο όμορφη ή πιο έξυπνη κι ότι έκανε  πάντα πετύχαινε.  Όμως ο καθένας  έχει τα δικά του όπλα,  ο καθένας πορεύεται με ότι έχει. Ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά,  η μικρή πάντα την αντέγραφε στο ντύσιμο, στους τρόπους,  στα τραγούδια που άκουγε σε όλα. Ήξερε ότι τη ζήλευε όμως δε φανταζόταν ότι θα έφτανε μέχρι εκεί,  καλά κι ο άλλος  καλός βλάκας που  την πίστεψε αλλά έτσι είναι οι άντρες. Δεν πήγε στη δουλειά την άλλη μέρα, είπε ότι ήταν άρρωστη,  ένιωθε τέτοια απογοήτευση που ήθελε να πηδήξει από το μπαλκόνι, έπρεπε να το πει σε κάποιον επειγόντως,  ο μόνος που θα την καταλάβαινε ήταν βέβαια η μάνα της όμως τη φοβόταν,  ήταν  λίγο τρομακτική όταν  την κοιτούσε μ’ εκείνο αυστηρό γεμάτο ειρωνεία  βλέμμα. Όμως είχε στενοχωρηθεί τόσο πολύ που δεν είχε άλλη λύση   κι όταν η μητέρα της τη ρώτησε  μ’ εκείνο το ειρωνικό της μειδίαμα, «τι έχεις εσύ πάλι;» της τα είπε όλα.  « Κοίτα  δεν είναι τίποτα» τη συμβούλεψε  η μάνα της που όλα τα έβλεπε σχετικά και για κείνη ο ωκεανός  είχε το βάθος  μιας παραλίας.  «Καλύτερα να ξεμπερδεύεις τώρα προτού μπλέξεις για τα καλά μ ‘ αυτόν το βλάκα που πιστεύει όποιον να ναι και δε σου έχει εμπιστοσύνη.  Έτσι ήμουν κι εγώ στην ηλικία σου και ξέρεις τι ανακάλυψα,  ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ, αυτό είναι το διάστημα που χρειαζόμουν να τους ξεπεράσω,  κάνε υπομονή δυο μέρες και θα σου  φύγει, σε μένα δούλευε πάντα, νομίζω πως το ίδιο θα συμβεί και με σένα ,  δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι ιδιαίτερο, μοναχά περίμενε να περάσει αυτό το διάστημα με κάποιον  τρόπο,  κάνε  ό,τι σ’  ευχαριστεί και μη σκέφτεσαι τίποτα άλλο,  θα σε βοηθήσω κι εγώ και θα δούμε πως θα είσαι όσο για την άλλη θα την ταχτοποιήσω στην ώρα της ».  Αυτό ήταν πραγματικά ανακουφιστικό, στη κατάσταση που βρισκόταν η ιδέα  της μάνας της έμοιαζε με γέφυρα σωτηρίας  αλλά πως ήξερε ότι θα λειτουργούσε όπως στη μητέρα της; Ό,τι και να συνέβαινε  δεν είχε άλλη επιλογή,  αν συνεχίζονταν το ψυχοπλάκωμα δεν θα άντεχε για πολύ,  προς το παρόν δεν είχε άλλη λύση,  κλείστηκε στο δωμάτιο της,  έβαλε κάτι σήριαλ ατελείωτα στον υπολογιστή και περίμενε να βραδιάσει και να ξημερώσει.

Την πρώτη νύχτα δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου,  όλες οι ίνες του κορμιού της  σα να συγκεντρωνόταν στο μυαλό που προσπαθούσε να ξεχάσει το πλήγμα και να κλείσει το ρήγμα,  τον αγαπούσε,  είχαν περάσει τόσα  πολλά,  ήταν τόσο καλός μαζί της,  είχαν κανονίσει τόσα πράγματα,  δεν ήταν δυνατό να συνέβαινε αυτό.  Ήθελε να του τηλεφωνήσει,  να του στείλει ένα μήνυμα,  να του εξηγήσει όμως κρατήθηκε από την περηφάνια της.  «Δεν θα του κάνω το χατίρι!»  σκεφτόταν.  Ήθελε να τον  βρίσει,  να του μιλήσει άσχημα κι όλη την ώρα επέστρεφε στη σκέψη της  εκείνο το φίδι,  η αδελφή της,  θα πλήρωνε για όλα αυτά που τραβούσε,  έτσι πέρασε το πρώτο βράδυ. Το πρωί   που ξύπνησε ένιωθε λίγο καλύτερα, αν και δεν είχε κοιμηθεί   το βάρος σα να έφευγε σιγά σιγά από μέσα της.  Ζήτησε  ένα φάει κάτι κι η μάνα της που την παρακολουθούσε της έβαλε γάλα με μια φέτα αλειμμένη με μερέντα,   «πως πήγε;» τη ρώτησε « σα να νιώθω λίγο καλύτερα» είπε αυτή «περίμενε λίγο ακόμα και θα δεις»  είπε η μάνα της  χαμογελώντας με κείνο το καταραμένο μειδίαμα . Το μεσημέρι  κλείστηκε πάλι στο δωμάτιο της, δεν απαντούσε στις φίλες της,  δεν είχε όρεξη όπως πριν να μιλήσει μαζί τους ώρες ατελείωτες για τα πιο ασήμαντα πράγματα όπως το συνήθιζε, κάποια στιγμή έσκασε ένα μήνυμα από τον δικό της,  τι ήθελε ο χαμένος;  Τη ρωτούσε τι κάνει ,ότι λυπάται και κάτι άλλες αηδίες,  το απόγευμα  το κινητό  της είχε γεμίσει μηνύματα και κλήσεις, ήθελε να απαντήσει  όμως ήταν αποφασισμένη να περιμένει  ακόμα  ένα βραδύ και ώ του θαύματος !

Τη δεύτερη μέρα  αισθανόταν πολύ καλά, το μυαλό της είχε ξελαμπικάρει κι η διάθεση της ανέβηκε!  Αυτό ήταν λοιπόν, είχε δουλέψει της  σχέδιο της μάνας της,  τον είχε ξεπεράσει    τόσο εύκολο  ήταν λοιπόν. Αμέσως πήρε τηλέφωνο στην καλύτερη της φίλη και πρέπει να μίλησε μαζί της για τουλάχιστον τρεις  ώρες της,  τα είπε όλα κι ύστερα πήρε  μια άλλη φίλη κι ύστερα μια Τρίτη, επιτέλους είχε  αδειάσει  όλο το αρνητικό φορτίο από πάνω της,   τηλεφώνησε και στη δουλειά και τους είπε  ότι  θα πάει,   η μάνα της  που την παρακολουθούσε όλη την ώρα της έκανε την κίνηση δείχνοντας με  το δάχτυλο στο κεφάλι σα να της έλεγε «στο χα πει εγώ !»

Όλο αυτό το διάστημα η μικρή αδερφή της είχε εξαφανιστεί,  «θα πάω να κοιμηθώ στη Γιώτα»  είπε στη μητέρα τους κι εκείνη της είπε «όπως θες,  μεγάλο κορίτσι είσαι πια».  Όταν γύρισε στο σπίτι και δεν βρήκε τη μεγάλη της αδερφή ρώτησε «πως πάει, όλα εντάξει;» -« το ξεπέρασε» της είπε η μάνα της κοιτάζοντας την κατευθείαν στα μάτια  κι εκείνη  χαμογέλασε «ά τι καλά»  είπε σιγανά . Δεν είχε καταλάβει και η ίδια πως το  είχε στείλει το μήνυμα απλά είχε σκάσει,  δεν μπορούσε να στεριώσει άντρα κι η αδερφή της τους έριχνε χωρίς να κάνει τίποτα,  έτσι απλά έπεφταν σα μύγες μόλις την έβλεπαν.  Ήταν ο αέρας που είχε,  η αυτοπεποίθηση της,  ο τρόπος της ο επιθετικός με τον οποίο τους φέρονταν που την έκαναν ακαταμάχητη,  ήταν αδύνατο  να το χωνέψει αυτό . Ζούσε στη σκιά της,  ό,τι κι αν έκανε περνούσε απαρατήρητη σα να  μην υπήρχε,  οι γονείς της πάντα μιλούσαν για την αδερφή της,  εκείνη ήταν  το καμάρι τους, η ελπίδα τους,  μ’  εκείνη ασχολούνταν  όλη την ώρα,  είχε απηυδήσει !Το σκέφτηκε πολύ κι ένα βράδυ που η αδερφή της συνάντησε τον πρώην της σ’ ένα μαγαζί περίμενε και μετά  δήθεν τυχαία τους έβγαλε τη φωτογραφία που τους έδειχνε να στέκονται πολύ κοντά σα να ετοιμάζονταν  να φιληθούν και την έστειλε στον Γιάννη  χωρίς κανένα σχόλιο.   Ύστερα απ’  αυτό είχε τύψεις, είχε αναστατωθεί, αναρωτιόταν πως το είχε κάνει, μετάνιωνε  όμως κατά βάθος  το πείσμα της ήταν πιο δυνατό,  είχε σκάσει,  να παντρευτεί  κιόλας η αδερφή της, να τη βλέπει στολισμένη νύφη κι όλοι να την κοιτούν,  δεν θα το άντεχε, έπρεπε να το σταματήσει με κάποιον τρόπο…

Αφού πέρασε μια βδομάδα Ο Γιάννης τηλεφώνησε,  «θέλεις να βρεθούμε να  μιλήσουμε;»  της είπε  όμως εκείνη ένιωθε ότι είχε περάσει ένας αιώνας κι είχε απομακρυνθεί χιλιάδες χιλιόμετρα, δεν είχε καμιά όρεξη να τον  δει,  το πράγμα είχε ραγίσει μέσα της,  την είχε χαλάσει άσχημα και δε θα του  έκανε τη χάρη,  «όχι Γιάννη»  του είπε «δε χρειάζεται, ότι είχαμε να πούμε το είπαμε, εύχομαι ότι καλύτερο για σένα» . Μετά απ’  αυτό ένιωθε μια ικανοποίηση απίστευτη.  Τον είχε ξεπεράσει, δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο εύκολο, ώστε λοιπόν είχε αυτή τη δύναμη όπως και η μάνα της,  αυτό ήταν πολύ σημαντικό και θα το κρατούσε. Έκτοτε άρχισε να βγαίνει  περισσότερο, ένα βράδυ που είχαν πάει σ’ ένα μαγαζί με τις φίλες  της έτυχε να είναι κι η αδελφή της εκεί πέρα. Είχε  καθίσει  μ’ έναν  τύπο που την περνούσε κάμποσα χρόνια   και τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να αραιώνουν,  φαινόταν πολύ χαρούμενη.  Σε μια  στιγμή ήρθαν και κάθισαν μαζί τους κι όταν η Τάνια έφυγε για λίγο από το τραπέζι ο τύπος  με τα αραιά μαλλιά ήρθε κοντά της «πολύ καλό κορίτσι η αδερφή σου»  της είπε « ναι αλλά να ξέρεις δεν  έχει την ίδια εντύπωση για σένα» - «τι εννοείς;»  να στο σπίτι που μιλούσαμε μου είπε ‘’αυτός ο φαλακρός τι θέλει από μένα,  ποτέ δε μου άρεσαν οι πιο μεγάλοι,   να περάσω λίγο καλά μαζί του και θα τον σουτάρω» -  «ώστε έτσι σου είπε» -« έτσι ακριβώς» . «Που είναι  Σάκης  ρώτησε η Τάνια που ήρθε  σε λίγο,  « κάτι του έτυχε κι έφυγε ξαφνικά» της απάντησε  « θα  σου τηλεφωνήσει».  

Το βράδυ η Τάνια δε μιλούσε,  φαινόταν κλαμένη, τα μάτια της  είχαν κοκκινίσει,  «τι έχει πάλι αυτή;»  ρώτησε η μητέρα της « δεν ξέρω»  έκανε αυτή,  « δεν μπορώ να την καταλάβω»  

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

ΟΣΚΑΡ

Από κείνο το διαμέρισμα δεν έβγαιναν ποτέ οι ένοικοι,  δυο παιδιά ήταν  βασικά, ένα ζευγάρι,   τα είχε δει,  το κορίτσι  που ήταν κάπως παχουλό,  έμοιαζε  πιο παράξενο,  μιλούσε λίγο, η πόρτα τους δεν άνοιγε όλη μέρα , μονάχα το βράδυ  ερχόταν ένας τύπος από κάποιο μαγαζί  και τους έφερνε φαί,  μερικές φορές ερχόταν μέσα στα άγρια μεσάνυχτα,  τι  ώρες τρώγανε εκείνα τα παιδιά ;  Μια φορά είχε ακούσει ένα διαπληκτισμό με τον ντελιβερά,  κάτι τους έλεγε ότι τον ταλαιπωρούν και τον έστελναν  σε άλλη διεύθυνση,  το αγόρι επέμενε ότι δεν έκανε λάθος αλλά ο ντελιβεράς με απεριόριστη υπομονή του εξηγούσε ότι έψαχνε το διαμέρισμα τους μισή ώρα και το φαγητό είχε κρυώσει . Άκουγε τον διάλογο παρακολουθώντας  από  το  ματάκι της πόρτας,  όταν βαριόταν της άρεσε να βλέπει από κει μέσα τους γείτονες,  τις συζητήσεις ,τους  επισκέπτες που ερχόταν εκεί πέρα. Μια άλλη φορά είχε δει τα παιδιά να φιλιούνται στο διάδρομο,  το αγόρι είχε στριμώξει την κοπέλα στον τοίχο και την είχε πιάσει από τα λαιμό καθώς τη φιλούσε,  της φάνηκε πολύ παράξενο, λίγο τρομαχτικό.  Συχνά επικρατούσε ησυχία απόλυτη κι έξω από την πόρτα  των παιδιών στέκονταν  ένα σωρό σκουπίδια και σακούλες,  μπορεί να έμεναν εκεί πέρα κάμποσο καιρό μέχρι να τα πάρουν και συχνά δεν άντεχε και τα κατέβαζε αυτή στον κάδο.  Κι ύστερα ήταν και το κλιματιστικό τους, ένα τεράστιο μηχάνημα καρφωμένο στον τοίχο του μπαλκονιού που   δε σταματούσε  να δουλεύει όλο το καλοκαίρι και σου  έσπαγε τα νεύρα με το γουργουρητό του. Για ένα  διάστημα απροσδιόριστο έλειπαν,  ποιος ξέρει που είχαν πάει,  κι όταν γύρισαν δεν μπορούσε να αναγνωρίσει  το κορίτσι,   είχε αδυνατίσει πολύ,  «συγγνώμη εσείς δεν είστε;»  τη ρώτησε μια μέρα,  «πως το κάνατε;» - « σας ευχαριστώ που το προσέξατε »  είπε το κορίτσι κάπως ντροπαλά  «έχασα τριάντα κιλά».  Κάθε φορά αναρωτιόταν  τι στο καλό έκαναν  κλεισμένοι εκεί μέσα τόσες χωρίς  να ακούγεται τίποτα μόνο εκεί κατά τα μεσάνυχτα σα να δυνάμωνε η τηλεόραση τους κι  αυτή κολλούσε το αυτί στον τοίχο να ακούσει τι στο καλό έβλεπαν. Εκτός από το φαγητό ο μόνος λόγος για να ανοίξουν την πόρτα τους ήταν για να ψάξουν το γάτο τους τον Όσκαρ, που έβρισκε τρόπος και ξεγλιστρούσε. Ήταν ένας  στρουμπουλός  σταχτής  γάτος που μισοέκλεινε τα μάτια όταν σε κοίταζε,   έφευγε πολλές φορές από  το διαμέρισμα κι έτρεχε στους διαδρόμους της πολυκατοικίας,  το κορίτσι  τον  φώναζε όμως εκείνος  πήγαινε και χώνονταν στο υπόγειο σε κάτι αποθήκες σκοτεινές,  σα να ήθελε να ξεφύγει από κάτι…

Τον τελευταίο καιρό το ζευγάρι έλειπε πάλι και τους είχε ξεχάσει εντελώς καθώς έτρεχε με τη μάνα της που δεν πήγαινε καλά κι είχε αρχίσει να τα χάνει. Την είχε  βάλει  σε κάποια κλινική για να δυναμώσει λίγο επειδή  έχανε τις αισθήσεις της και λιποθυμούσε όλη την ώρα,  ένα πρωί μάλιστα νόμιζε ότι είχε πεθάνει. Μια γνωστή της είχε συστήσει τούτη την κλινική που ειδικεύονταν στους  ασθενείς με άνοια και μακροχρόνια νοσήματα εφαρμόζοντας  κάτι φυσιοθεραπείες  και κάτι θεραπείες  πρωτοποριακές . Όπως έβλεπε  την είσοδο  του κτηρίου  σκεφτόταν πως θα πήγαινε κάθε μέρα να τη βλέπει σ’ εκείνο το μέρος έξω από την πόλη και ξαφνιάστηκε όταν  έπεσε πάνω στο κορίτσι του γειτονικού διαμερίσματος που ήταν ντυμένο νοσοκόμα,  «τι κάνεις εδώ;»  το  ρώτησε κι εκείνο απάντησε απορημένο,  «εδώ  δουλεύω !»-  «και γιατί δε μας το είπες τόσο καιρό» -  «δεν έτυχε συγνώμη». Αυτό ήταν μια έκπληξη,  δεν  περίμενε να τη βρει εκεί πέρα,  δεν ένιωθε άνετα με  όλα όσα είχε δει το προηγούμενο διάστημα  από την άλλη όμως το να έχεις κάποιον γνωστό σου σ’ ένα τέτοιο  μέρος,   απομονωμένο, ήταν μια παρηγοριά.  Όπως έψαχνε το θάλαμο  της  μάνας  της έπεσε πάνω σε μια γάτα που τριγυρνούσε στους θαλάμους κυνηγώντας μια αχτίδα φωτός που έμπαινε από το τζάμι. Στάθηκε να τη δει μια στιγμή   και διαπίστωσε  ότι ήταν ο γάτος ο σταχτής που έκλεινε τα μάτια όταν σε κοιτούσε,  δεν μπορεί  να έκανε λάθος.  Έψαξε την κοπέλα  και τη ρώτησε  «τι γυρεύει εδώ  πέρα το γατί σου;»  - «α του έχω κάνει όλα τα εμβόλια» απάντησε  το κορίτσι.  «Ο Όσκαρ είναι καθαρός και οι γιατροί λένε ότι κάνει καλό στους ασθενείς, τους  ηρεμεί, όλοι τον ξέρουν εδώ μέσα και τον φωνάζουν στο κρεβάτι τους.  Ξέρεις όμως τι γίνεται, έχει μια περίεργη ικανότητα,  ξέρει ποιος θα πεθάνει, μέχρι τώρα έχει πέσει μέσα πάνω από δέκα φορές,  όποιος είναι στα τελευταία του  πηγαίνει και τον πλησιάζει,  ανεβαίνει στο κρεβάτι,  παίζει μαζί του και κοιμάται δίπλα του.  Οι γιατροί λένε ότι καταλαβαίνει πως τελειώνει επειδή  οι ετοιμοθάνατοι εκκρίνουν κάποιες  ουσίες χημικές  που τα γατιά  μπορούν να αντιληφθούν. Όταν  το κάνει αυτό όλοι οι νοσοκόμοι εστιάζουν την προσοχή τους στον ασθενή που πάει ο γάτος,  είναι  αστείο και κάπως μακάβριο  αλλά έτσι γίνεται,  όλοι στο νοσοκομείο συζητούν γι αυτό». Ώστε λοιπόν εκείνο το γατί το στρουμπουλό είχε ικανότητες υπερφυσικές κι ούτε που το υπολόγιζε κάθε φορά  που το έβλεπε  ν’  ανεβοκατεβαίνει τις σκάλες προσπαθώντας να κρυφτεί. Τα ζώα βέβαια λένε ότι έχουν τέτοιες ικανότητες, μπορούσαν να προβλέψουν τους σεισμούς ή την αλλαγή  του καιρού μυρίζοντας την ατμόσφαιρα ή χρησιμοποιώντας κάποιες αισθήσεις που δεν έχουν οι άνθρωποι όμως αυτό εδώ πρώτη φορά το άκουγε, αυτό ήταν κάτι διαφορετικό .  Τούτη  η ιστορία ήταν πολύ ασυνήθιστη και γύριζε στο μυαλό της όλη την ώρα καθώς περίμενε τους γιατρούς   κι όταν  είδε  το γατί να πλησιάζει το θάλαμο που βρίσκονταν η μητέρα της βιάστηκε να το κυνηγήσει μέχρι την έξοδο,  «φύγε από δω!»  του φώναξε,  ποτέ της δε χώνευε  τις γάτες και τώρα είχε έναν  λόγο παραπάνω .  

Τις επόμενες μέρες η ιστορία με το γάτο που προαισθάνονταν το θάνατο επανέρχονταν στη σκέψη της συνέχεια.  Το τελευταίο που χρειάζονταν τώρα ήταν να της προβλέψουν ένα μέλλον που απεύχονταν.  Το ήξερε βέβαια ότι η μάνα της θα άφηνε κάποια στιγμή τούτο το μάταιο κόσμο όμως ήθελε λίγο χρόνο ακόμα να το συνηθίσει,  να προετοιμαστεί για την απώλεια,  δεν ένιωθε ακόμα έτοιμη κι έπειτα  αυτή η νοσηλεία μπορεί να τραβούσε για καιρό.  Ευτυχώς  είχε προλάβει να ταχτοποιήσει τη ζωή της, πάντα ήταν προετοιμασμένη γι αυτό το ενδεχόμενο, ότι θα έπρεπε  δηλαδή να τα παρατήσει όλα και να αφοσιωθεί στη μητέρα της.  Τα παιδιά της ευτυχώς   είχαν  μεγαλώσει,  τα ένσημα της τα είχε συμπληρώσει,  το σπίτι της  ήταν  ταχτοποιημένο,  οικονομικά δεν  ήταν άσχημα, μπορούσε λοιπόν να συγκεντρωθεί στη μάνα της που την χρειαζόταν τώρα. Την αγαπούσε ανέκαθεν , της είχε αδυναμία  αν και τα τελευταία  χρόνια την είχε  απομυθοποιήσει.  Πάντα τη θαύμαζε, ήταν το πρότυπο της, τη θεωρούσε αλάνθαστη κι έβλεπε τώρα ότι έκανε ένα σωρό ανοησίες και μικροπρέπειες, γκρίνιαζε όλη την ώρα και της έκανε τη ζωή δύσκολη,   δεν την είχε για τέτοια.  Βέβαια τα γεράματα αλλοιώνουν  τον χαρακτήρα του ανθρώπου όμως όσο το συλλογίζονταν έβρισκε ένα σωρό περιπτώσεις στο παρελθόν που κάποτε τις θεωρούσε  φυσιολογικές  αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν και τόσο αθώες,  γιατί για παράδειγμα να μη την αφήνει να βγαίνει με τις φίλες της  προτού παντρευτεί, και γιατί βιάστηκε να τη στεφανώσει  και να τη χώσει μέσα στα βάσανα  ενώ εκείνη δεν ήθελε ; Έπειτα ήταν και το θέμα της διαθήκης που η μάνα της αρνούνταν πεισματικά να κάνει   ενώ εκείνη ήθελα να τα ξεκαθαρίσει όλα και να μην έχει ιστορίες με τα αδέλφια της, είχαν μαλώσει άσχημα για αυτό και είχαν ανταλλάξει κουβέντες, δεν περίμενε ποτέ ότι θα μιλούσε έτσι στη μητέρα της ,  την είχε στενοχωρήσει πολύ. 

Ένα πρωί που πήγε στην κλινική κι ήταν αφηρημένη εντελώς  βρήκε το γάτο να κοιμάται δίπλα στη μητέρα της που είχε απλώσει το χέρι και ο τον χάιδευε, αμέσως πάγωσε κι ένιωσε ν,  ανατριχιάζει, τι στο διάβολο γύρευε το γατί  εκεί πέρα  κι εκείνη γιατί τον χάιδευε όμως πάντα έτσι ήτανε η μητέρα της .  Θυμήθηκε τότε που  ήταν μικρή και  είχαν μια γάτα κόκκινη,  εκείνη δε τη χώνευε αλλά η μάνα της δεν την αποχωρίζονταν και της έδινε τα καλύτερα  κομμάτια κρέατος όμως τώρα τούτος ο γάτος  δεν ήταν κάτι απλό,  ήταν ο προάγγελος του θανάτου, έπρεπε  να τον διώξει από κει πέρα γρήγορα.  «Μάνα  τι  κάνεις;» της φώναξε και πήγε προς  το γατί που την κοίταζε μισοκλείνοντας τα μάτια όπως το συνήθιζε. Αν και σιχαίνονταν  να το πιάσει  ήταν  τόση η φούρια της που το άρπαξε και το πέταξε μακριά , ο γάτος  προσγειώθηκε μαλακά στο πάτωμα κι ούτε που γύρισε να κοιτάξει μόνο χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου,  όλο αυτό το περιστατικό την τάραξε πολύ .

 Εκείνο το βράδυ ζήτησε από  τους γιατρούς να  κοιμηθεί στην κλινική, όλη νύχτα δε σταμάτησε να μιλά με τη μητέρα της  που σα να είχε πάθει  κάτι και τα θυμόταν όλα. Της μίλησε  για πρώτη φορά  για το πώς την είχε γεννήσει, πόσο πόνεσε μέχρι να τη βγάλει από την κοιλιά της, της είπε  για τις συζητήσεις που έκανε με τον πατέρα τότε  που μείνει έγκυος  κι ο πατέρας της είχε πει «μη τυχόν  κάνεις πάλι κορίτσι, θα σε χωρίσω !» όμως όταν την  είδε τόσα δα μικρό   πλασματική την  αγάπησε κι από τότε δεν ξαναμίλησε άσχημα στη γυναίκα του. Της  είπε   για τότε που την έχασε και τη γύρευε σε όλα  τα στενά γα να τη βρει μέσα σε ένα  αμάξι , «ήθελα να σε πάρουν !»  της είπε, αυτά πρώτη φορά τα άκουγε.    Συζητούσαν  όλη νύχτα και το πρωί έφυγε κατάκοπη από το θάλαμο για να ξαπλώσει στον καναπέ του διαδρόμου,  όταν ξύπνησε της είπαν  ότι η μάνα της  είχε πεθάνει.

 

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

ΓΑΤΟΠΑΡΔΟΣ

 

Το φθινόπωρο κάτι τον έπιανε,  ήταν η εποχή του ένιωθε έναν αέρα απίστευτο,  επιτέλους ο ήλιος δεν έκαιγε το δέρμα κι ο άνεμος φυσούσε δροσίζοντας το πρόσωπο,  οι μέρες έπαυαν να είναι ατελείωτες,  η νύχτα έπεφτε απαλά και το πρωί δεν ξημέρωνε με το που άνοιγες τα μάτια σου, ήταν ευλογία θεού! Τα μπράτσα των γυναικών  που δεν είχαν  πάει στη θάλασσα  ήταν  όμορφα,  άσπρα,  αλλά και τα σώματα εκείνων  που κολυμπούσαν είχαν σχήματα στην πλάτη από τα μαγιό  που φορούσαν. Το φθινόπωρο,  όλη η ορμή έβγαινε από μέσα του, όλη η δύναμη του που χάνονταν τους  καλοκαιρινούς μήνες,   εμφανίζονταν ξανά. Άφηνε πίσω του τα έρημα τοπία του θέρους,  τα μπαλκόνια στους απάνω ορόφους που φλέγονταν,  τους ενοίκους που προσπαθούσαν να δροσιστούν .  Αυτή την εποχή  είχε μια διάθεση τρομερή να κάνει τα πιο δύσκολα πράγματα,  καθώς το καταραμένο καλοκαίρι έφευγε πια και μπορούσε να προσδοκά ένα μεγάλο διάστημα δροσιάς ή και κρύου,  δεν είχε κανένα πρόβλημα. Το φθινόπωρο είχε δοκιμάσει να πάει σε μια ξένη χώρα μ’ ένα καράβι ,  ένα ταξίδι ατέλειωτο, ήθελε οπωσδήποτε να φύγει τότε αλλά   κάτι τον είχε πιάσει και την τελευταία στιγμή σκεφτόταν να  μην  ανέβει στο πλοίο.  Όμως έπρεπε να το κάνει εκείνο το βήμα για να του φύγει η καταραμένη περιέργεια  για το τι υπάρχει πιο πέρα, το είχε κάνει λοιπόν το ταξίδι,  δέκα μέρες άντεξε στην ξένη χώρα και γύρισε κακήν κακώς πίσω,  δεν ήταν γι αυτόν εκείνα τα μέρη,  καλύτερα στον τόπο του !

Το Φθινόπωρο απελευθερώνονταν,  άφηνε πίσω του τις μέρες τις καυτές, την έρημη πόλη με τις τηλεοράσεις που έπαιζαν δυνατά μες το καταμεσήμερο, τα λεωφορεία που ανεβοκατέβαιναν σαν φαντάσματα στους δρόμους και τα αεροπλάνα που  ταξίδευαν  αέναα στους αιθέρες κουβαλώντας τουρίστες  Το στόμα του ήταν στυφό από τη ζέστη και την υγρασία,  μάταια προσπαθούσε να το γλυκάνει με σύκα και σταφύλια που αφθονούσαν εκεί στο τέλος του Αυγούστου. Έφευγε επιτέλους το καλοκαίρι αφήνοντας στεγνές τις κοίτες των χειμάρρων και διψασμένες τις πέτρες που καρτερούσαν τα πρωτοβρόχια να δροσιστούν, Οι λιμνοθάλασσες   περίμεναν τιε βροχές για  να καλύψουν τις άσπρες,  αλατισμένες επιφάνειες τους,  ά,  οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου ήταν ό,τι καλύτερο !   .  Φθινόπωρο είχε κλείσει  κι εκείνο το δαιμονισμένο μαγαζί όπου είχε φάει τόσα χρόνια να δουλεύει.   Καλά εκείνη ήταν η πιο τραγική ιστορία,  παραλίγο να βάλει φωτιά σ’ όλο το εμπορικό κέντρο γιατί τα κτήρια εκεί ήταν αρχαία,  εγκαταλειμμένα, σαραβαλιασμένα  και το μαγαζί είχε να καθαρίσει τα λίπη από τις καμινάδες του καμιά δεκαετία.  Είχαν  μαζευτεί εκεί μέσα όλα τα υλικά  της  κόλασης, ό,τι πιο εύφλεκτο υπήρχε, οι πυροσβέστες έριχναν νερό με το τουλούμι κι  εκείνο το πράγμα,  το κολασμένο δεν έσβηνε, ένα νεαρό παιδί με στολή είχε έρθει εκεί πέρα  και του φώναξε άγρια καθώς   πάλευε με τους πυροσβεστήρες «φύγε από δω σου είπα ηλίθιε !»  Αυτή  ήταν  η πιο τρομακτική εμπειρία της ζωής του όμως παραδόξως δεν κώλωσε,  φοβήθηκε αλλά ένιωθε ότι θα το ξεπερνούσε με  κάποιο τρόπο ,  δεν θα μετατρέπονταν η εμπειρία του  σε κάποιου είδους τραύμα .  Μόνο τις νύχτες έβλεπε φωτιές  να τον τυλίγουν από παντού και δεν μπορούσε  να ησυχάσει,  αυτό κράτησε κανένα μήνα,  τον έτρεχαν στο ανακριτικό της πυροσβεστικής κι  έπρεπε  να τα ξαναθυμηθεί όλα. Δεν μπορούσε να περάσει από κείνο το κολασμένο το μαγαζί,  ήθελε να σηκωθεί να φύγει από την πόλη, να εξαφανιστεί, να μη τη δει ξανά, ταλαιπωρήθηκε κάμποσο καιρό όμως στο τέλος το ξεπέρασε,  ήταν φθινόπωρο άλλωστε κι η αυτοπεποίθηση του ήταν ψηλά…

 Φθινόπωρο πάλι είχε πιάσει την πρώτη δουλειά του,  στους κήπους βέβαια όπου δούλευε κι ο παππούς του,   χωριάτες ήτανε,  αυτό ήξεραν να κάνουν καλά.  Όμως εκείνο το φθινόπωρο ήταν το πιο γλυκό,  τότε είχε ανακαλύψει ότι ήθελε να κάνει κάτι καλλιτεχνικό στη ζωή του,  όλο το καλοκαίρι έκανε πρόβες θεατρικές  με κάτι παιδιά κι έδωσαν εξετάσεις για κάποια σχολή,  δεν  είχε περάσει  βέβαια  αλλά  ούτε που τον ένοιαζε, είχε ανακαλύψει  το δρόμο του και ήξερε ότι κάποια  στιγμή θα πραγματοποιούσε τα όνειρα του . Με το που τελείωσαν  οι εξετάσεις λοιπόν έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά ενώ μέχρι τότε  γύριζε στα χαμένα στο πανεπιστήμιο . Υπήρχε ένα κτήμα τεράστιο  που είχε ο δεσπότης της περιοχής, ένας γέρος παράξενος, εκεί δούλεψε με την ψυχή του.  Σεργιάνιζε το χορτοκοπτικό μηχάνημα μέσα σε μια απέραντη έκταση από  γρασίδι  όπου είχαν βρει καταφύγιο ένα σωρό άγρια πουλιά.  Έβγαζε φυτά ξεραμένα,  ξερίζωνε θάμνους,  τα χέρια του είχαν γεμίσει πληγές,   ο παλιός κηπουρός είχε πάθει πλάκα  « γιατί τα ξερίζωσες  όλα αυτά;» -  «συγγνώμη» - «δεν πειράζει,  θα φυτρώσουν πάλι» του είχε πει   ο γέρο κηπουρός.  Του πήρε κανένα μήνα να συμμαζέψει το κτήμα,   είχε πιάσει και μια βροχή που τον ανάγκαζε να δουλεύει μουσκεμένος  αλλά ούτε  που τον ένοιαζε, είχε χάσει αρκετά κιλά τότε, το πρόσωπο του είχε στεγνώσει,  οι φίλοι του που τον είδαν είχαν τρομάξει,  συνήλθε όμως γρήγορα.

Φθινόπωρο είχε χωρίσει,  τότε που τον είχε αφήσει η γυναίκα του και ήταν μες τα νεύρα. Εκείνο που τον πείραζε πιο πολύ ήταν που δεν μπορούσε να χαρεί την αγαπημένη του εποχή επειδή τη σκεφτόταν όλη την ώρα,  σιγά την απώλεια  αλλά που να το καταλάβει  τότε. Καθόταν σε μια διασταύρωση κάπου στα όρια της πόλης,  και χάζευε τον συννεφιασμένο ουρανό και τα  δέντρα που έριχναν τα φύλλα τους ,  ήταν μια εποχή δύσκολη αλλά πέρασε και πήγε στο καλό . Φθινόπωρο είχε γνωρίσει και την άλλη γυναίκα του και ήταν πολύ ερωτευμένος τότε,  αν ήταν άλλη εποχή  ίσως δεν θα άντεχε όλα τα καψόνια που του έκανε όταν  τον άφηνε μόνο του κι ήθελε να πεθάνει,  όμως βαθιά μέσα του ήξερε ότι έπρεπε να κάνει υπομονή και ν’ αντέξει εκείνη τη δοκιμασία,  ήξερε ότι τα πράγματα θα έστρωναν κάποια στιγμή κι έτσι έγινε και τελικά η γυναίκα του ηρέμησε και τον δέχτηκε. Όταν τα φτιάξανε καθόταν στο δωμάτιο της κι έβλεπε τα καρύδια που είχαν ωριμάσει στο δέντρο  έξω από το μπαλκόνι της,  του θύμιζαν την καρυδιά που είχαν στο χωριό και τέτοια  εποχή μάζευαν τον καρπό της σε κάτι τσουβάλια μικρά και τα έβαζαν σ’  ένα μέρος στο ταβάνι κάτω από τα καπνά που ξεραίνονταν να στεγνώσουν κι εκείνα , θυμόταν το χωράφι με την καρυδιά και χαμογελούσε μέσα του.

Φθινόπωρο  είχαν πάει διακοπές  με τη γυναίκα του,  σε μια χώρα με κάστρα, πύργους κι ένα σωρό αρχαία. Αν και ήταν Σεπτέμβρης προχωρημένος   έκανε πολύ ζέστη,   δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, κοίταζε τα χωράφια του αεροδρομίου που  ήταν γεμάτα από κάτι  μάραθους καχεκτικούς  και πάσχιζε να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του.  Με το που πάτησαν εκεί πέρα το πόδι τους, όλοι οι οδηγοί τους περίμεναν να περάσουν από τις διαβάσεις,   ‘’τι γίνεται εδώ πέρα;’’ αναρωτιόντουσαν,  πίσω στην πατρίδα όταν έβλεπαν πεζό όλοι γκάζωναν να τον πατήσουν σα να μην υπήρχε.  Όπως πεινούσαν πήγαν   σ’  ένα μέρος που έμοιαζε με φούρνο  και  είχε κάτι γλυκά πολύ νόστιμα,  κάθισαν εκεί δίπλα σ’ ένα δρόμο  και κοίταζαν τον κόσμο που περνούσε,  ήταν πολύ όμορφα, όμως τα  φαγητά στα εστιατόρια τους δεν του άρεσαν,  δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί εκθειάζονταν τόσο πολύ η κουζίνα εκείνης της  χώρας . Πάντως  τα χωριά τους  ήταν φοβερά,  με κάτι εκκλησίες μεσαιωνικές, κάτι γέφυρες παλιές,  πελώριες, και κάτι τείχη για να φυλαχτούν  λέει από τους Σαρακηνούς πειρατές που έρχονταν  από τα γειτονικά παράλια.  Είχαν πάει και σ ένα μέρος με  μια πλατεία   από την εποχή του μπαρόκ, μια τεράστια οικοδομή που δέσποζε   ήταν λέει  η κατοικία  κάποιου κόμη πολύ πλούσιου  κι εκεί μέσα είχαν γυριστεί σκηνές από τον Γατόπαρδο  του  Λουκίνο Βισκόντι  . Τα βράδια κοιμόταν σ’ ένα μικρό  ξενοδοχείο κι εκείνος ξυπνούσε από  τα χαράματα,  δεν μπορούσε να συνηθίσει τις αλλαγές της ώρας,  σηκώνονταν μες  τη νύχτα κι έβλεπε  τα άστρα  ψηλά στον ουρανό προσπαθώντας να μαντέψει τη θέση των αστερισμών εκεί στην  ξένη χώρα. Ένα πρωινό τους ξύπνησε η αστυνομία, κάποιον ζητούσαν,  ένας τύπος με μια στολή μπλε και κόκκινη στέκονταν έξω  από την πόρτα τους  κι όταν τον είδε του χαμογέλασε ζητώντας συγγνώμη . Όταν έφυγε ο αστυνομικός πήγε στο προαύλιο και κάθισε στην ερημιά  βλέποντας μια ωραία  πεδιάδα κυκλωμένη από λόφους    που απλώνονταν μπροστά του.  Σ’  έναν  λόφο υπήρχε μια μικρή πολιτεία που επικοινωνούσε  με το αντικρινό ύψωμα  μέσω μιας γέφυρας τεράστιας με κάτι καμάρες πανύψηλες,  ένα θαύμα μηχανικής ασφαλώς.  Στο μικρό ξενοδοχείο δεν υπήρχε κανείς,  μονάχα οι ένοικοι που κοιμόντουσαν ακόμα,   επικρατούσε μια ησυχία γεμάτη  ένταση  που δεν ήξερε από πού προέρχονταν,  σαν κάποιος να παραμόνευε εκεί στην ερημιά…  

Στο αεροδρόμιο όταν γυρνούσαν  επικρατούσε μια  αναστάτωση,  ένα  κάρο κόσμος από την Αφρική ετοιμάζονταν να ταξιδέψει,  φαίνεται δούλευαν σ’ εκείνη τη χώρα κι έφευγαν για τις διακοπές τους.   Υπήρχε μια ουρά τεράστια,  στον έλεγχο ένας τύπος νευρικός μάλωνε με μια αδύνατη  γυναίκα για τα χαρτιά της, της τα άρπαζε από το χέρι κι εκείνη φώναζε.  Άλλοι φρουροί άνοιγαν βαλίτσες κι έψαχναν   κινητά και συσκευές, τύποι με σορτς   βημάτιζαν  πίνοντας καφέδες.  Καθώς είχαν λίγο χρόνο η γυναίκα του θυμήθηκε ότι έπρεπε ν’  αγοράσει κάτι από το αεροδρόμιο για τα ανίψια της  όμως οι υπάλληλοι δεν δέχονταν την κάρτα της τα και τον έστειλε να βγάλει λεφτά από κάποιο μηχάνημα. Τα μηχανήματα βρίσκονταν σ’ ένα χώρο κάπως σκοτεινό κι όπως προσπαθούσε  να βάλει τα χαρτονομίσματα στην τσέπη,  του  έπεσαν όλα μαζί  σε μια σχάρα που υπήρχε στο δάπεδο. Τον έπιασε πανικός και  πήγε σ’ ένα  παιδί εκεί δίπλα σ’  ένα μαγαζί που πουλούσε τυρόπιτες.  εκείνο του είπε στα αγγλικά  «δεν μπορώ να κάνω κάτι φίλε» όμως ένας τύπος μελαμψός από ένα συνεργείο καθαρισμού, βοορειοαφρικανός  σίγουρα,   χωρίς  να πει τίποτα πήγε στη σιδερένια σχάρα,  την  έπιασε από τις δυο άκρες και τη σήκωσε με μεγάλη άνεση. Πήρε τα χαρτονομίσματα και του τα έδωσε,  δεν ήξερε πως να τον ευχαριστήσει,  πως δεν το είχε σκεφτεί, ήταν τόσο απλό,   καλά που πήγαιναν  κι έβαζαν τις σχάρες για τα νερά,  θα μπορούσε να πέσει κάποιο χαρτί,  κάποια  ταυτότητα και βέβαια χρήματα, ήταν εντελώς αστόχαστο. Τελικά ηρέμησε και  πήγε τα λεφτά  στη γυναίκα του,  ίσα- ίσα πρόλαβαν να ψωνίσουν μερικές σοκολάτες προτού κλείσουν οι πύλες αποβίβασης.  

 Επιτέλους  μπήκαν στο αεροπλάνο κι απογειώθηκαν ενώ εκείνος  σκεφτόταν τον βορειοαφρικανό που είχε δείξει τόσο μεγάλη ετοιμότητα,  κοίταζε έξω κι αναρωτιούνταν τι ταχύτητα έπιανε εκείνο το σκάφος για να σηκωθεί στον αέρα, από ψηλά προσπαθούσε να καταλάβει σε ποια  χώρα βρισκόταν,  ρώτησε τις αεροσυνοδούς αλλά εκείνες δεν είχαν ιδέα ποια  χωριά,  βουνά,  ποτάμια και δάση   απλώνονταν από κάτω τους, αυτός  πάντως  χάζευε τα δέντρα που άρχιζαν να παίρνουν τα γλυκά χρώματα του φθινοπώρου,  εκείνα τα καφέ, τα κίτρινα και τα κόκκινα.  

 

 

 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...